Η πλοκή του The Long Goodbye είναι ένας υπέροχος λαβύρινθος που αρμόζει στο καλλιτεχνικό εύρος μιας κινηματογραφικής προσωπικότητας όπως ο Ρόμπερτ Άλτμαν. Τρία χρόνια περίπου μετά το υπέροχα ανάγωγo MASH, o σπουδαίος δημιουργός, που στα δύσκολα ακροβάτησε με σθένος πάνω από το κενό του χόλιγουντ μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργίας και τηλεοπτικού προϊόντος, κάνει μια ρισκαδόρικη βουτιά σε ένα θεμελιώδες είδος της έβδομης τέχνης: το νέο-νουάρ. H διαφορά του με τις κλασικές δημιουργίες του φιλμ νουάρ έγκειται στα ίδια τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν το έργο του Άλτμαν. Η ιστορία του The Long Goodbye βρίθει ιδιοτροπιών, ασταμάτητων περιπλανήσεων, σοκαριστικών στιγμών και πνευματώδων διαλόγων. Όλα αυτά συγκροτούν ένα καταπληκτικό πόνημα αυταπατών και κοινωνικής αποσύνθεσης τολμώντας στην προσπάθεια του αυτή να αγγίξει το έργο ενός εκ των σημαντικότερων λογοτεχνικών εκπροσώπων του νουάρ, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου δεν εμφανίζεται πρώτη φορά υποδυόμενος από τον Έλιοτ Γκουλντ. Είχε προηγηθεί μια πιο στιβαρή απεικόνιση του γνωστού ήρωα από τον Χάμφρει Μπόγκαρτ στο The Big Sleep το 1946. O Άλτμαν με την κωμικότητα που διέπει τον Γκουλντ, τζογάρει παραξενεύοντας το κοινό με αυτή την προσέγγιση μα τελικά κερδίζει δημιουργώντας έναν αλλόκοτο τύπο που ζει μόνος του σε ένα διαμέρισμα στο Λος Άντζελες. Σαν άνθρωπος και επαγγελματίας δεν υπολογίζει ηθικούς φραγμούς, ασφυκτιά από ανία για την καθημερινή ζωή, δεν ενδιαφέρεται (σε αντίθεση με όλους τους άλλους) για το γειτονικό -γεμάτο όμορφες και ημίγυμνες δεσποινίδες- διαμέρισμα, είναι αλαζόνας και καλύτερος φίλος...μιας εξίσου ιδιότροπης γάτας, όπως μας αποκαλύπτει η πανέξυπνη και παιχνιδιάρα εναρκτήρια σεκάνς. Καθόλου κωμικά και παιχνιδιάρικα δεν ξετυλίσσεται το κουβάρι της υπόλοιπης ιστορίας του Μάρλοου να αποδείξει την αθωότητα του φερόμενου ως συζυγοκτόνου και φυγά φίλου του. Σπάνια όμως σε τέτοιου είδους δημιουργία παρατηρείται το φαινόμενο μιας εντελώς χαλαρής και φιγουράτης ατμόσφαιρας όσο ο ήρωας μας βουτάει στα κύματα μιας ανήθικης κοινωνίας που αξίες όπως η φιλία περιφρονούνται επιδεικτικά και άνθρωποι διαγράφονται στο βλεφάρισμα του ματιού. Όλα τα εύσημα φυσικά δεν αποδίδονται μόνο στην αγέραστη ματιά του Άλτμαν αλλά και στην οξυδέρκεια της δουλειάς του Βίλμος Ζίγκμοντ ως διευθυντής φωτογραφίας. Η περιπλάνηση του Μάρλοου ως την άκρη του νήματος και μια αναπόδραστη αλήθεια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια γεμάτη κοενικά και πολανσκικά ψείγματα, διότι από τη μια η ιστορία δεν ξεφεύγει από το ανηλεές κυνήγι προς την επίλυση του μυστηρίου (όπως στο Chinatown) εντούτοις από την άλλη είναι γεμάτη με χαρακτήρες ιδιαίτερα κωμικούς -ένας υπερφίαλος αλκοολικός συγγραφέας, ένας γκάνγκστερ που σε απόδειξη της σκληράδας του θρυμματίζει ένα γυάλινο μπουκάλι σε ένα πρόσωπο, ένας ιδιοκτήτης ψυχιατρικής κλινικής που εμμονικά απαιτεί χρηματισμό, γειτόνισσες αφημένες στην τυχαιότητα που γυμνάζονται ή χορεύουν γυμνές, μια γάτα που τρώει μόνο μια συγκεκριμένη γατοτροφή- αναλογικά με το ζουμί της υπόθεσης, στοιχείο που για παράδειγμα συναντάμε εντονότατα στο κοενικό τοτέμ Fargo. Όμως το 1973 τίποτα από τα παραπάνω δεν υφίσταντο για αυτό και επιμένουμε στη σπουδαιότητα του Ρόμπερτ Άλτμαν.
Το εκπληκτικό φινάλε της ταινίας είναι σύμφωνα με τους αστικούς μύθους και ο λόγος που ο Άλτμαν δέχθηκε να σκηνοθετήσει το διασκευασμένο σενάριο του Λι Μπράκετ. Ένα χρόνο πριν στα γυρίσματα του Images είχε λάβει μια κόπια του σεναρίου και δέχθηκε με χαρά να καθίσει στην σκηνοθετική καρέκλα υπό τον όρο πως το φινάλε που είχε δώσει ο Μπράκετ στην ιστορία θα έμενε αναλλοίωτο. Το μακρύ και περίπλοκο ταξίδι του απόλυτα κουλ και χαλαρού Μάρλοου τον οδηγεί αντιμέτωπο με μια παγερή αλήθεια. Είναι τέτοια η συνταρακτικότητα του γεγονότος που μια ολόκληρη κοσμοθεωρία ανατρέπεται σε λίγα δευτερόλεπτα. Η προσέγγιση του Άλτμαν στο γεγονός μας χαρίζει μια μνημειώδη καθαρτήρια τελική σεκάνς όπου τα δεσμά που βαραίνουν τον ήρωα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας κόβονται από τον ίδιο και όχι ως δια μαγείας. Και έτσι ολοκληρώνεται μια ταινία-σπουδή στο νέο-νουάρ. Με τον πρίγκηπα του κουλ Έλιοτ Γκουλντ να διχάζει με μια επαναστατική ερμηνεία ενός κλασικού ήρωα, με ένα απόλυτα εξαιρετικό μουσικό θέμα από τον Τζον Ουίλιαμς, με την μεταξένια σκηνοθετική ματιά του Άλτμαν, με ένα ολόφρεσκο σενάριο από τον Μπράκετ και την φωτογραφία του Ζίγκμοντ πλούσια στο κοντράστ που δημιουργεί η έκθεση των “αρνητικών” του φιλμ στο φως χαρίζοντας αυτό το πανέμορφο παστέλ χρωματικό αποτέλεσμα που έρχεται σε πλήρη ταύτιση με την γενικότερη ατμόσφαιρα του Λος Άντζελες εκείνη την εποχή.
Ένα φανταστικό δημιούργημα επαναπροσδιορισμού ενός ολόκληρου είδους που παίζει με τις προσδοκίες και την κινηματογραφική χρονικότητα, διαθέτει έναν αντισυμβατικό ήρωα που βυθίζεται στην υπόθεση όπως ο δημιουργός του βυθίστηκε στα 70ς ώστε να υπάρχει σήμερα αυτό που λέμε Νέο Αμερικανικό Σινεμά. Το τι έχει δανείσει στα σημερινά “καυτά” ονόματα της σκηνοθεσίας όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον ας μην ξεκινήσουμε καν να το θίξουμε. Το Long Goodbye κλείνει το μάτι στους προγόνους του και γεννά ακόμα πιο αναρχικούς απόγονους από τον ίδιο του τον εαυτό.