Ο ίδιος ο Μαικλ Τσιμίνο έχει δηλώσει για τον Ελαφοκυνηγό: “Μη ψάξεις για συμβολισμούς στην ταινία, γιατί δεν υπάρχουν. Δεν έχει πολιτική ατζέντα και δεν αφορά καν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αφορά το τι συμβαίνει όταν η καταστροφή επιτίθεται σε μια παρέα φίλων που είναι σαν οικογένεια. Η ταινία αφορά τους ανθρώπους. Σας παροτρύνω να την εκλάβετε με αυτό τον τρόπο.”
Η σκηνοθετική πορεία του Τσιμίνο είναι ένα ταξίδι γεμάτο σκαμπανεβάσματα. Το όνομά του σπιλώθηκε ανεπανόρθωτα και θα θεωρείται ως ο σκηνοθέτης, η τρίτη δημιουργία του οποίου, το Heavens Gate, όχι μόνο οδήγησε ένα διακεκριμένο στούντιο, το United Artists, στην πτώχευση εξαιτίας της εισπρακτικής του αποτυχίας και εξαγρίωσε παράλληλα κριτικούς και κοινό σε τέτοιο βαθμό να τιμωρούν με αυτόματη αποτυχία κάθε μελλοντική δημιουργία του Αμερικανού σκηνοθέτη. Το ανθρωποφάγο κοινό αδυνατούσε να αντιληφθεί πως δεν είναι εύκολη δουλειά να παραδίδεις κάθε φορά δημιουργίες του επιπέδου του Deer Hunter και δε το συγχώρεσε ποτέ σε εκείνον. Πριν ο Τσιμίνο βιώσει αυτή την κατάφορη αδικία, πρόλαβε να συστηθεί στον κόσμο με μια σκοτεινή εποποιία γύρω από τρεις μεταλλεργάτες που ζουν σε μια μικρή πόλη στην Πενσιλβάνια, που αφήνουν πίσω τις ζωές τους με σκοπό να υπηρετήσουν στο Βιετνάμ. Είναι πραγματικά εκπληκτικό και έρχεται σε απόλυτη ταύτιση με το παραπάνω παράθεμα του σκηνοθέτη το πως μια τρίωρη ταινία, αφιερώνει τόσο λίγο χρόνο γύρω από τα πεδία μάχης στο Βιετνάμ. H πρώτη πράξη τεστάρει την υπομονή του κοινού αλλά κρίνεται απολύτως ουσιώδης η ανάπτυξη των χαρακτήρων μέσω εκπληκτικών διαλόγων. Οι περισσότερες σεκάνες επικεντρώνονται σε έναν γάμο με μια υπέροχη λήψη του ζευγαριού να προσπαθεί να πιει ταυτόχρονα ένα ποτό χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα όσο η κάμερα ζουμάρει δραματικά σε μια, δύο σταγόνες που πέφτουν και λερώνουν το νυφικό. Ο “άσπρος πάτος” χωρίς να λερωθείς συμβολίζει καλοτυχία, κατά τις λαικές ρήσεις, και αυτή η σεκάνς προοικονομεί το ζοφερό μέλλον που διαδέχεται το σήμερα.
Η δεύτερη πράξη μας μεταφέρει στο Βιετνάμ και ταυτόχρονα στις εμβληματικές σεκάνς της ρώσικης ρουλέτας που σε στοιχειώνουν και ταυτόχρονα μαγνητίζουν τα μάτια σου στο θέαμα. Η ιστορική ακρίβεια της εφαρμογής του συγκεκριμένου παιχνιδιού στον πόλεμο ωχρειά μπροστά στην ομορφιά αυτών των σκηνών. Το κόνσεπτ της 1 στα 6 πιθανότητας που θα μπορούσε να προμυνήει την τελευταία σου αναπνοή φαντάζει τόσο ταιριαστό σε ένα τόπο που κυριολεκτικά βρέχει μολύβι, που κάθε κλικ της σκανδάλης που δεν επιφέρει θάνατο σε αποφορτίζει και είναι μια απίθανη αναπαράσταση του στοιχήματος να στρατολογείς το μέλλον ενός έθνους στον πόλεμο. Οι ερμηνείες σε αυτό το κομμάτι της ταινίας αγγίζουν την τελειότητα και καταφέρνουν να ενισχύσουν την ήδη τρομακτική φύση της θεματολογίας, με τους ΝτεΝίρο, Γουόκεν να παραδίδουν τον απόλυτο οσκαρικό εαυτό τους.
Το φινάλε του Ελαφοκυνηγού μας στέλνει πίσω στην Πενσιλβάνια και αμέσως σε κάνει να αναλογίζεσαι το δυσβάσταχτο φορτίο που αφήνει σε έναν άνθρωπο η φρίκη του πολέμου. Στην ταινία, ο κόσμος ρωτά τον Μάικ (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο) πως είναι και εκείνος απαντά χαμογελαστός πως είναι καλά, όμως είναι στα αλήθεια τόσο απλό να επανέρχεσαι; Πως κάποιος πατά “επανεκκίνηση” και δηλώνει πως είναι καλά έχοντας βιώσει τόσο πόνο, έχοντας δει τέτοιες φρικαλεότητες, έχοντας να αντιμετωπίσει καθημερινά τόσο άγχος και φόβο; Ο Ελαφοκυνηγός οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στο γεμάτο φιλμικά αστέρια καστ του: Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Κρίστοφερ Γουόκεν, Τζον Σάβατζ, Μέριλ Στριπ και Τζον Καζάλ στην τελευταία του παράσταση πριν πεθάνει λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων που σιγούρευσαν πως η ιστορία που έπλασαν ο Τσιμίνο και ο Ντέρικ Γουόσμπερν, βασιζόμενοι στο σενάριο του Λούις Γκαρφινκλ με τίτλο “The Man Who Come to Play” θα μεταδοθεί με σωστό τρόπο στο φιλμικό κοινο και τα κατάφεραν με τρόπο που δεν αποτύπωσε απλά την ταινία στο μυαλό όσων την είδαν, αλλά τη χάραξε βίαια και έσκαψε δυστυχώς μια τρομερή παγίδα στον ίδιο το δημιουργό της.