Μετάνοια. Ο Μαξ είναι ένας άνθρωπος που η ίδια του η ζωή του έχει περάσει τη θηλιά. Η υλοποίηση των ονείρων του είναι το ίδιο κολλημένη με εκείνον στη θέση του οδηγού ενός ταξί στο Λος Άντζελες. Η φωνή του κραυγάζει μια συνεχή δικαιολογία πως η δουλειά αυτή είναι προσωρινή, για να βγαίνουν τα έξοδα, όμως στην πραγματικότητα με την πρέπουσα προσοχή ακούγεται η υπόκώφη κραυγή της μετάνοιας. Tύψεις. O Βίνσεντ συγκροτεί μια προσωπικότητα χωρίς συναίσθημα. Ο Βίνσεντ είναι το χάος και στο χάος ευδοκιμεί η ικανότητα του να γεμίζει μιζέρια άλλες ανθρώπινες ψυχές. Είναι ένας άνθρωπος που οδηγεί άλλους ανθρώπους στα δικά του μονοπάτια και δε νιώθει απολύτως τίποτα για τον Μαξ όσο ο δεύτερος τον κατευθύνει στα υποδεδειγμένα σημεία στο νυχτερινό Λος Άντζελες. 
 

 
Στο Collateral το Λος Άντζελες ενώ σκεπάζεται από ένα ερεβώδες σκοτάδι καταφέρνει να λάμπει σε μια στιγμή απίθανης ομορφιάς. Μια πόλη που τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι αποκαλούν σπίτι τους και παρόλα αυτά καδράρεται από τον Μάικλ Μαν ώστε να γεννά ένα αλλόκοτο αίσθημα κενού, οι δρόμοι της όχι μόνο ψάχνουν την συνήθη ψηλαφιστή ατμόσφαιρα ενός υπεραπασχολημένου μελισσιού που βουίζει ακατάπαυστα αλλά φαίνεται να πενθεί την παντελή έλλειψη ανθρώπινης ζωής. Μια σεκάνς σε αυτοκινητόδρομο, περιτριγυρισμένη από σταθμευμένα οχήματα, ανήμπορα να δείξουν σημάδια κίνησης, κεντράρουν το χάος μιας γιγάντιαιας πόλης αποκλειστικά γύρω από τους δύο χαρακτήρες παρουσιάζοντας μια σπάνια ποιότητα δυστοπίας σε ένα άψογα στυλιζαρισμένο νουάρ. 
 

 

 Το Collateral είναι μια ταινία σχέσεων, θαμμένη κάτω από το νεο-νουάρ θρίλερ στοιχείο που ο Μανν συνηθίζει να απλώνει στο τραπέζι. Αν βγάλουμε το Heat από την εξίσωση, εδώ έχουμε την πλέον συναισθηματικά έντονη δημιουργία της καριέρας του, καθώς και οι δυο χαρακτήρες βρίσκονται σε μια αόρατη διαδικασία μάθησης. Το ντοκιμαντεριστικό στυλ των λήψεων τηλεμεταφέρει το θεατή στο ίδιο ταξί, στην ίδια κούρσα με τον Βίνσεντ και τον Μαξ ώστε να παρατηρήσεις από κοντά τις αληθινές σοσιοπαθητικές τάσεις του πρώτου να ξεπροβάλλουν σαν το πρώτο φως της αυγής. Διότι ο λόγος που ο Βίνσεντ αποτελεί μια από τις κορυφαίες φιγούρες τρομακτικού ανταγωνιστή δεν είναι οι προφανείς τάσεις ανισόρροπης ψυχοπάθειας που τον διακατέχουν, ούτε η εμφάνιση του που παραπέμπει σε έναν μοναχικό λύκο αλλά η παγωμένη λογική, η ξερή και φιλοσοφημένη κοσμοθεωρία του που τον έχει οδηγήσει στο σημείο να έχει πλήρη συναίσθηση πως αυτό που έχουμε ονομάσει “συνείδηση” δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα γκλιτσάκι, μια δυσλειτουργία της ανθρώπινης φύσης που τράφηκε ανά τους αιώνες από τις ψυχές των ανθρώπων για να χτίσει τη δική της σημασία. Το ατέρμονο ταξίδι σε ένα δαιδαλώδες Λος Άντζελες καθρεφτίζει την υπαρξιακή αγωνία που βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας αλλά προσοχή, μπορεί αυτό να είναι κάτι που έπλασε ο νους του Μανν αλλά ο λόγος που λειτουργεί στο μέγιστο βαθμό ως εκτέλεση δεν οφείλεται σε κανέναν άλλο από τον Τομ Κρουζ και την καλύτερη ερμηνεία στην σπουδαία καριέρα του. 
 

 
 Υπάρχει μια σκηνή σπάνιας ομορφιάς στην ταινία, τόσο αξέχαστη και βαθιά συμβολική. Εμπλέκει δύο κογιότ που διασχίζουν ένα δρόμο μπροστά από το ταξί. Στην αρχή ο Μαξ και ο Βίνσεντ εντοπίζουν το πρώτο, τη μοναδική ένδειξη ζωής γύρω τους στο κενό Λος Άντζελες, όμως αυτό που τραβά την προσοχή του Βίνσεντ είναι το δεύτερο κογιότ που εισάγεται στο κάδρο λίγο μετά και ακολουθεί τον έταιρο του. Ο Βίνσεντ έχει ζήσει μια ζωή και ασκεί ένα επάγγελμα που απαιτεί να είσαι ο ίδιος ένας μοναχικός λύκος. Ακόμα και η εμφάνιση του με τα γκρίζα μαλλιά, το γκρίζο κοστούμι και την παγωμένη όψη αρπακτικού επιδεικνύουν ακριβώς αυτό. Είναι ένας άνθρωπος που ενώ ανήκει σε μια αγέλη, αποφεύγει συστηματικά το να βασιστεί στη βοήθεια κάποιου άλλου μέλους αυτής τη αγέλης και η θέα των δύο ζώων θίγει την κοσμοθεωρία του. Μια διακριτική υπενθύμιση πως η επιβίωση σε αυτούς τους δρόμους και οι κίνδυνοι που ελοχεύουν απαιτούν μια φιλική χείρα βοηθείας. Τα κογιότ που παρακολουθούν αντιπροσωπεύουν τους ίδους τους εαυτούς τους με διαφορετικό τρόπο: τον Βίνσεντ για την υπερβολική αίσθηση ελευθερίας στη ζωή και τον Μαξ για την έλλειψη αυτής. Το κογιότ είναι ένα μοχθηρό πλάσμα όπως ο Βίνσεντ, όμως στην ταινία μας, μοιάζει άτολμο, δαμασμένο και φοβισμένο όπως ο Μαξ. 
 

 
 Το Collateral είναι ποίηση. Όχι μόνο σου επιτρέπει να χάνεσαι στους χαρακτήρες του, όχι μόνο σε αφήνει υπνωτισμένο από τα πλάνα μιας ερημωμένης μεγαλούπολης αλλά γεννιέται από τα σπλάχνα του αισιοδοξία. Το πορτραίτο της πόλης ως ένας αυτούσιος χαρακτήρας, ως κάτι με σάρκα και οστά που συνεχώς μεταβάλλεται και διαφοροποιείται σαν άνθρωπος υποδηλώνει πως μεταβάλλοντας καταστάσεις προς το δικό σου όφελος μπορεί να επιφέρεις πολυπόθητες αλλαγές στη ζωή. Το μόνο που χρειάζεται είναι το ρίσκο της πρώτης κίνησης. Κάθε θάνατος, κάθε γέννηση, κάθε νέο γεγονός είναι απλά ένα παράπλευρο (collateral στα αγγλικά) γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν καθορίζει εσένα. Kαι αυτό γεννά μια ελπίδα για το μέλλον, σαν την ελπίδα στα μάτια του Μαξ όταν αντικρίζει τη φωτογραφία που έχει κρυμμένη στον καθρέφτη πάνω από το κεφάλι του στο αμάξι και του θυμίζει το όνειρο του. Ο θάνατος στην ταινία δηλώνει το τέλος της αφήγησης, δηλώνει πως είναι κάτι αναπόφευκτο οπότε το σώφρων από πλευράς μας είναι η συμφιλίωση με την ιδέα του. Μπορεί να τικάρει ίσως το μεγαλύτερο κλισέ στη φιλμική ιστορία των κλισέ, όμως ο Μάικλ Μαν και τα τρένα των ταινιών του που πάνε και έρχονται μας φωνάζουν να ζήσουμε, όσο ακόμα μπορούμε. Και πρέπει να τον ακούσουμε.