Το Druk σηματοδοτεί την επιστροφη του Τομας Βιντερμπεργκ στη σκηνοθετική καρέκλα και παράλληλα τη δεύτερη συνεργασία του με τον κορυφαίο Δανο ηθοποιό Μαντς Μικελσεν. Αυτή η σύμπραξη μας έχει ήδη χαρίσει την αλησμόνητη δραματουργία The Hunt οπου η έκδηλη χημεία μεταξύ των δυο τους έφερε μια μνημειώδη σπουδή στην δυναμη του ψέματος και την λογική της αγέλης. Με το Druk ή Another Round ερχόμαστε να διαψευστούμε πανηγυρικά ως προς το αν η συνεργασία αυτή μπορούσε να εκτελεστεί αρτιότερα σε σχέση με το ντεμπούτο της. Και τα κατάφερε χτυπώντας με κρότο την ανυποψίαστη ψυχή μας.
Η ιστορία επικεντρώνεται γυρω από τέσσερεις καθηγητές ενός Λυκείου στη Δανία, οι οποίοι με κίνητρο μια άμεση και δραστική αλλαγη στις ερειπωμένες και ετοιμόρροπες ζωές τους, των οποίων οι δόξες φαίνεται να πέρασαν ανεπιστρεπτί, ξεκινούν ένα παράδοξο κοινωνικό πείραμα. Στόχος του πειράματος δεν είναι άλλος από το να μείνουν για ένα αξιοσημείωτο χρονικό διάστημα μονίμως υπο την επήρεια ελαφρούς μέθης. Βασισμένοι σε μια περισσότερο θεωρία παρά έρευνα πως το ανθρώπινο σώμα γεννιέται με έλλειμα αλκοόλης το οποιο οδηγεί σε συμπεριφορικες μετατάξεις και μη βέλτιστη χρήση του εγκεφάλου, ξεκινούν μια διαδρομή με τελικό προορισμό την απόταξη της τρέχοντος κατάστασης στη ζωή τους, μια κρίση μέσης ηλικίας θα λέγαμε.
Ο κινηματογραφικός φακός επικεντρώνεται περισσοτερο στον ,βαθύτερα καταπονημένο από αυτή την κρίση, Μαρτιν (Μαντς Μικελσεν) ο οποιος βλέπει στα πρόσωπα της συζύγου του αλλά και των μαθητών του πόσο έχει βυθιστεί στο έρεβος της ψυχής του με την πάροδο των ετών. Ο χρονος έχει φθείρει την ψυχή ενός άλλοτε εύθυμου και δημοφιλούς, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, ανθρώπου σε μια βαθιά συνειδητοποίηση του πόσο ευάλωτοι είμαστε απέναντι σε αυτό τον αλύγιστο εχθρό μέχρι να τον μετατρέψουμε σε σύμμαχο. Ο φρέσκος αερας που αποπνέει το νεο πονημα του Βιντερμπεργκ δεν είναι το μόνο θετικό στοιχείο της καθώς η ερμηνεία του Μικελσεν ανταποκρίνεται σε κάθε προσδοκία που έχεις από εκείνον και ύστερα τις ξεπερνά. Μια ερμηνεία με τέτοιο εύρος που κινείται χορευτικά (ίσως με κινήσεις τζαζ μπαλέτου) αναμεσα σε τόσα συναισθήματα που οπτικοποιούνται άψογα χάρη στον χαρισματικό Δανό που δε μπορείς παρά να μένεις άναυδος.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στο γεγονός πως ο Βιντερμπεργκ δεν προσεγγίζει τη θεματική του αλκοολισμού με μια ξερή οπτική. Ξεπερνά το απλο «το αλκοόλ είναι κακο» και συνεχίζει σε ένα υψηλότερο δημιουργικό επίπεδο παρουσιάζοντας την εμπειρία του αλκοολισμού. Δεν κωφεύει απέναντι στις καταστροφικές του συνέπειες μα ούτε σιωπά απέναντι στις ευεργετικές ιδιότητες της κατανάλωσης αλκοολ. Είναι μια ταινία για την άνοδο και την πτώση, τη φωτεινή πλευρά και το καταραμένο σκοτάδι, τις δυο όψεις του ίδιου επικίνδυνου νομίσματος. Δεν ευτελίζει το περιεχόμενο μπαίνοντας στη διαδικασία του εκτεταμένου δακτύλου που κρίνει όμως διατηρεί ένα αφηγηματικό επίπεδο που επιτρέπει στο θεατή να αντιληφθεί πως το αλκοόλ είναι κυρίως μια επιβλαβής λύση στο εκάστοτε προβλημα. Υπάρχει μια σκηνή οπου ενας σπουδαστής αναλύει στην εξέταση του σχολείου την θέση του φιλοσόφου Κιρκεγκωρ πάνω στην αγχώδη διαδικασία αποδοχής της αποτυχίας και της πτώσης στη ζωή περικλείοντας απόλυτα όλο το νόημα της ταινιας. Διότι αν κοιτάξεις πέρα από το βουνο της κρίσης ηλικίας ανατέλλει ενας ήλιος αποδοχής των λαθών και συνειδητοποίησης πως είναι σοφότερο να έχεις τον σταδιακά μειούμενο χρόνο σου στο πλάι σου και όχι απέναντι.
Και όταν ο ηρωας φτανει στο τέλος του νήματος αυτου του δαιδαλώδους λαβυρίνθου της κρίσης ηλικίας ακολουθεί ένα μαγικό τελευταίο εικοσάλεπτο υπόδειγμα απεικόνισης κινηματογραφικής κάθαρσης. Μια χορευτική σκηνή που ξορκίζει κάθε αρνητικότητα, κάθε αλυσίδα που σε κρατα δέσμιο στο παρελθόν και σε ωθεί λιγο πιο μακριά από την υπαρξιακή ματαιότητα. Μια εντυπωσιακή, ειλικρινής και σπουδαία ταινία ιδανική για ένα γλυκό κλείσιμο μιας τραγικής (κινηματογραφικής) χρονιάς.