Που οφείλεται άραγε ο παραγκωνισμός του Malcolm X στην ιστορική μνήμη της σύγχρονης εποχής; Μια σπουδαία προσωπικότητα της αμερικανικής ιστορίας που ενώ θα έπρεπε να στέκει ισάξια πλάι σε ανθρώπους όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ όταν η κουβέντα φτάνει στις φυλετικές διαμάχες και τα κινήματα πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του 50 και 60, μοιάζει σαν ο αγώνας του να θεωρείται ανάξιος λόγου σε σχέση με όσους έζησαν, πάλεψαν και πέθαναν για τα ιδανικά τους. H παραμέληση του σπουδαίου αφροαμερικανού ακτιβιστή ίσως έγκειται στο ότι αποτελούσε έναν υπέρμαχο της βίας, με τα παλαιότερα επίπονα βιώματά του να πλάθουν μια εκδικητική προσωπικότητα με εμμονή ως προς την υπόδειξη της κοινωνικής φαυλότητας. Ίσως πάλι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις παρακείμενες στο Ισλάμ να αποτέλεσαν τον επίμαχο λόγο που σχετίζεται άμεσα με τα πιστεύω του και ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση του από την κλασικά ισλαμοφοβική αμερικανική κοινωνία λευκών. Ενδεχομένως η ριζοσπαστικότητα της οπτικής του ξεπερνούσε εκείνη των διαδόχων του, όμως αυτό που καθιστά τον Malcolm X όμοιο με κάθε άλλο αγωνιστή περί της ισότητας ανά τις δεκαετίες που διανύουμε είναι όλα και όλα τα ιδανικά για τα οποία αγωνίζονταν. Ο Malcolm απλώς πάλευε διαφορετικά.
Η ομώνυμη ταινία του Spike Lee αποτελεί ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, θεωρείται ως μια από τις σπουδαιότερες βιογραφικές ταινίες καθολικά και ενδεχομένως στις πρώτες θέσεις με τις σημαντικότερες δημιουργίες που πηγάζουν από το φιλμικό ωκεανό της δεκαετίας του 90. Ο Λι, σε κάθε κάδρο, αναδεικνύει το πάθος και το δίκαιο που διέπουν τη φιλμογραφία του γενικότερα και με το Malcolm X, το εγχείρημα του αυτό εκδηλώνεται μεγαλειωδώς πέρα από ότι μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο Σπάικ, παραμένει (και θα παραμένει πάντα) ο μόνος σκηνοθέτης που τοποθετεί στο φακό του τη ζωή του Malcolm X και αυτό ίσως οφείλεται πως το σκηνοθετικό του στυλ είναι το μόνο ικανό να απεικονίσει αρτιότερα τη ζωή του. Από τα πρώτα βήματα στη Βοστόνη, την περίοδο φυλάκισής, τον προσυλητισμό του στη μουσουλμανική θρησκεία ως τον αναπόδραστο χαμό του, για 202 λεπτά κάνει την ταινία να κινείται σαν έναν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης αντικρίζει τον Malcolm με μια σπάνια αυθεντικότητα. Για το λόγο αυτό τίποτα στην ταινία δεν χαλιναγωγείται. Αντ’ αυτού, η θεματική της, επανηλειμμένα θυμίζει μια καλοζυγισμένη γροθιά στο διάφραγμα: ότι δείχνει είναι Ιστορία, ξεχασμένη από όλους, αναγκαία για όλους και απαραίτητη να μαθευτεί από όλους. Η κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα να θέτει σε αχρηστία τον Malcolm X διότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Διαμόρφωσε βιβλία για εκείνον, διέπλασε ανθρώπους που τον θεοποιήσαν και αφήνει μια παρακαταθήκη που δε χωρά να στριμωχτεί σε κανένα μνημονικό ράφι. Ο ίδιος είναι η Ιστορία, όσο ζοφερή, στενάχωρη, ενοχλητική και ρεαλιστική μπορεί να είναι. Με τον Σπάικ στο πηδάλιο, η ιστορία δεν λησμονιέται, μα αναγγενάται.
Στη συζήτηση μπαίνει και ο άνθρωπος που καδράρισε τον X. Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία, σίγουρα η προσωπική του καλύτερη και μια εκ των κορυφαίων της δεκαετίας. Κάθε καρέ του ανήκει να το κάνει ότι επιθυμεί, διοχετεύοντας την προσωπικότητα του Malcolm σε κάθε σκηνή που απαντάται, πράττοντας στο χρόνο διάρκειας μιας ταινίας ότι άλλοι προσπαθούν να πετύχουν για δεκαετίες. Σκηνή με τη σκηνή, οικοιοποιούμε την εικόνα του Ντένζελ ως Μαλκολμ και ο ίδιος καταβροχθίζει την εικόνα, ραγίζει τις καρδιές του κοινού αφήνοντας ένα σπάνιο στίγμα και γίνεται αρωγός τόσο στο να πενθήσει περισσότερος κόσμος αυτή την άδικη απώλεια όσο και στο να διδαχθεί εκτενέστερα η κληρονομιά του. Είναι μια αναμφισβήτητα τιτάνια ερμηνεία.
Το όραμα του Σπάικ επηρεασμένο, κατά τον ίδιο, από τη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιν ορίζει μια παρόμοια σκοπιά με εκείνη των επικών Λώρενς της Αραβίας και Δόκτωρ Ζιβάγκο. Ξεκινώντας σαν μια μετα μουσικής βιογραφική ταινία μας συστήνει τον Μάλκολμ ως έναν γυναικά που ζει εκτός των νομικών πλαισίων, εθισμένος σε ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ταινία μέχρι τη μέση συνεχίζει στο μοτίβο των μιούζικαλ ώσπου η μουσική χάνεται. Ο Μάλκολμ ξεχνά το επίθετο Little με το οποίο γεννήθηκε για να γίνει ο Χ και ο Λι το παρουσιάζει με το διακριτικό ύφος που μόνο ένας σπουδαίος σκηνοθέτης μπορεί να φέρει εις πέρας. Από κει και πέρα κυριαρχεί ο επαγγελματισμός που αρμόζει στην απεικόνιση ενός ιστορικού προσώπου. Σε συνέντευξη του ο Λι αποκάλυψε πως αν οποιοσδήποτε από το καστ και το συνεργείο δεν συμμεριζόταν την άποψη πως η ταινία αυτή θα θεωρούνταν μια εκ των σημαντικότερων βιογραφιών στην ιστορία του κινηματογράφου, τότε θα μπορούσε να αποχωρήσει. Και το εννοούσε. Αυτό είναι Ιστορία, απογυμνωμένη στο πιο νοσηρό, βίαιο και εκδικητικό πρόσωπο της. Και έπειτα ο Μάλκολμ πέφτει νεκρός, όμως η κληρονομιά του θα ζει στο διηνεκές και η μάχη την οποία έδινε δε θα σταματούσε ούτε σε εκείνον μα ούτε στους επόμενους. Ο Λι μας υπενθυμίζει πως ο αγώνας για την ισότητα είναι διαρκής και οφείλουμε να τροφοδοτούμε τη φλόγα του για να αποκομίσουμε ότι μας αξίζει. Το “Malcolm X” ήταν μια ταινία απαραίτητη να υπάρχει. Περισσότερο από κάθε άλλο λόγο για να αποτελεί τη σπίθα του αγώνα μέσα στην ψυχή του θεατή.
Και ο Σπάικ δεν αστειευόταν όταν έλεγε πως αυτό το φιλμ θα καταγραφόταν ως ένα από τα σημαντικότερα στην αμερικανική φιλμογραφία. Πέτυχε και μας χάρισε μια εκπληκτική πολιτική δημιουργία από το πάνω ράφι άξια να στέκει στην προθήκη της φιλμικής μνήμης.