Κάθε επιστροφή στο κινηματογραφικό σύμπαν των Κοέν αποτελεί και μια υπενθύμιση πως οι αδερφοί Τζόελ και Ίθαν ίσως και να μην έχουν λάβει τα εύσημα που τους αξίζουν. Ίσως πάλι να ευθύνεται και το γεγονός πως για εμένα τοποθετούνται στην φιλμική κορυφογραμμή ανάμεσα στους σκηνοθέτες καθώς συγκροτούν ένα δίδυμο που ισορροπεί άρτια τον παραλογισμό της ανθρώπινης φύσης με ορισμένους από τους πιο αλλόκοτους, και ταυτόχρονα ρεαλιστικότερους, χαρακτήρες στο μοντέρνο αμερικανικό γίγνεσθαι.
Το Fargo συγκροτεί ίσως την πιο ιδιόμορφη μίξη των παραπάνω στοιχείων – για όσους δεν ξεγελαστούν από την αγαπημένη φαιδρότητα του Μεγάλου Λεμπόφσκι – παραμένοντας ωστόσο στον πυρήνα του μια ιστορία που χαρακτηρίζεται από ιδιοσυγκρασιακή απλότητα. Δύο υποκοσμικές φιγούρες, προσλαμβάνονται από έναν τρίτο άνδρα με σκοπό να απαγάγουν την σύζυγο του τελευταίου ώστε τα λύτρα που θα λάβει από την λύση της ομηρίας να επενδυθούν σε ένα προσωπικό του πλάνο. Στο κατόπι τους θα βρεθεί η αρχηγός της αστυνομίας, και 7 μηνών έγκυος, μια γυναίκα με τόση ζωντάνια και αισιοδοξία για τη ζωή που οριακά γίνεται κωμική. Όμως ο αντιπροσωπευτικός κοενικός παραλογισμός έχει ήδη ξεκινήσει από τους τίτλους αρχής όταν αναφέρεται ρητά πως η ιστορία αποτελεί πραγματικό γεγονός, τα ονόματα διαφέρουν από τα αληθινά από σεβασμό στα θύματα και η τοποθεσία των γυρισμάτων μεταφέρθηκε στο παγερό, απομονωμένο τοπίο της Πολιτείας της Μινεσότα.
Το Fargo είναι ενδεικτικό παράδειγμα ταινίας που λειτουργεί καλύτερα στο θεατή αν προβληθεί ετεροχρονισμένα σε σχέση με την ημερομηνία κυκλοφορίας της και αφού τοποθετείται πια στην κορυφογραμμή της ποπ κουλτούρας και μιλώ ως κάποιος που την είδε ερχόμενος late to the party. Η αφαιρετικότητα της είναι κάτι το μοναδικό και με λίγα κινηματογραφικά εφόδια καταφέρνει να μετατρέψει μια βάναυση ιστορία σε μια ποιητική ανθολογία. Εντελώς παράδοξα το Fargo γυρίστηκε κατά τη διάρκεια ενός εκ των θερμότερων χειμώνων που έχουν καταγραφεί και έτσι το συνεργείο εργαζόταν νομαδικά όπου και όταν είχε χιόνι αφήνοντας τις σκηνές εσωτερικών χώρων σε δεύτερη μοίρα. Ο Ρότζερ Ντίκινς περιγράφει το συγκρατημένο και μινιμαλιστικό στυλ της ταινίας ως “παρατηρητικό” διότι απουσιάζουν τεχνικές όπως λήψεις παρακολούθησης, πλάνα από γερανούς, ζουμαρισμένα ή λήψεις POV. Επικρατεί μια αφθονία μακρών σε διάρκεια λήψεων που ωστόσο δεν έχουν κάτι το φανταχτερό και δεν αποζητούν την προσοχή. Ίσως αυτός είναι και ο καταλληλότερος τρόπος να καλύψεις την απλότητα των χαρακτήρων της ταινίας και η έλλειψη της πομπώδους καλλιτεχνίας είναι στην πραγματικότητα κάτι αναζωογονητικό. Οι Κοέν λειτουργούν λοιπόν σαν παρατηρητές εξ ουρανού, σαν “θεοί” που ανήμποροι να επέμβουν, παρατηρούν τον αδιανόητο παραλογισμό που λαμβάνει χώρα στη Γη.
Σε συνεντεύξεις τους αργότερα οι Κοέν αποκάλυψαν πως η ιστορία πέραν μεμονομένων αληθινών γεγονότων είναι πέρα για πέρα πλασμένη από την φαντασία τους όμως έχουν κρατήσει στα σπλάχνα της την πιθανότητα του να είναι αληθινή. Πρόσεξαν τη λεπτομέρεια πολύ σχολαστικά γεμίζοντας μια ταινία με αντιήρωες που δε χαίρουν της συνηθισμένης εύνοιας που συναντάμε σε άλλες ταινίες όμως αντιμετωπίζονται στην καλύτερη με ουδετερότητα και στη χειρότερη με φρίκη. Όλα τίθενται προς ζύγισμα. Η ένταση και ο κίνδυνος ανταγωνίζονται την κωμωδία βαδίζοντας στις γκριζαρισμένες ζώνες ανάμεσα στο καλό και το κακό της αμερικανικής κοινωνίας. Η ζωή για τους Κοέν είναι κάτι το τυχαίο, μια δίχως νόημα συνθήκη και η ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται συνεχώς να επιδείξει την επιτακτική φύση της όσο στο κέντρο αυτού του κυκλώνα στέκονται άνθρωποι με την αίσθηση του καλού και του κακού, άνθρωποι με χαλασμένες ηθικές πυξίδες και όνειρα και ελλατωματικούς χαρακτήρες, σχέδια για τη ζωή και ελπίδες ή άνθρωποι με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Και όμως τίποτα δε καταλήγει πουθενά, ο παρατηρητής δεν συντάσσει συμπέρασμα και η αρχηγός Μαρτζ (Φράνσες Μακντόρμαντ) είναι η μόνη που εν μέσω μιας θύελλας αβεβαιοτήτων αντιλαμβάνεται πόσο τυφλωμένοι είναι οι πάντες στη θέα του χρήματος και αναρωτιέται αν άξιζε την βιαίη συνειδητοποίηση των στυγερών εγκλημάτων. Ακόμα και εκείνη όμως συνεχίζει τη ζωή της και ως μια προσωποποίηση των σκηνοθετών δε μας καθοδηγεί πια στα ενάρετα μονοπάτια του καλού και του πρέποντος. Αυτή την τακτική θα συναντήσουμε ξανά πολύ αργότερα στο No Country For Old Men όπου το τελικό συμπέρασμα είναι μια απλή απορία, μια θλιβερή συνειδητοποίηση του ξεπεσμού της ανθρωπότητας πριν επιστρέψουμε στη ρουτίνα και στην καθημερινότητα. Εκεί ωστόσο το Fargo είχε ήδη τοποθετηθεί στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας και η τακτική των Κοέν αγκαλιάστηκε ένθερμα, αναγκάζοντας το mainstream κοινό να παραδεχτεί μια για πάντα πόσα οφείλει στο πιο χιονισμένο νουάρ εγκλήματος που κυκλοφορεί στην κινηματογραφική ιστορία.