Έξι χρόνια πριν το φινιρισμένο θρίλερ μυστηρίου You Were Never Really Here, η Σκωτσέζα σκηνοθέτις Λιν Ράμσει είχε ήδη δείξει την κλίση της στην δημιουργία φιλμ που πλανώνται στη σφαίρα του μετατραυματικού και της ψυχικής ενδοσκόπησης με την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Λάιονελ Σράιβερ, We Need to Talk About Kevin με μια αμιγώς ενδιαφέρουσα και δυστυχώς πάντα επίκαιρη θεματική. 


 

Η μακάβρια ενότητα των μαζικών δολοφονιών από διαταραγμένους, συνήθως νεαρούς, ανθρώπους είναι γνωστή. Πολλάκις έχουμε βρεθεί απέναντι σε μια είδηση τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια όπου η λύσσα ενός παραδομένου στην παραφροσύνη μυαλού σκορπά τον όλεθρο σε δημόσιους χώρους, όπως σχολικά συγκροτήματα ή εμπορικά καταστήματα ή θρησκευτικοί χώροι. Έχουμε συνηθίσει να συγκεντρώνουμε το βλέμμα μας, σε τέτοια περιστάτικα, στη σκοπιά του δράστη. Πως ένας άνθρωπος οδηγήθηκε σε μια τόσο ειδεχθή πράξη όσο το εν ψυχρώ πυρ κατά βούληση εναντίων αθώου πλήθους; Η Λιν Ράμσει, σε μια δημιουργία απαλλαγμένη από μανιερισμούς, πρωτοτυπεί και μας εισάγει στην οπτική του γονέα του θύτη. Από το πως είναι να αποτελείς γονέα ενός τέτοιου παιδιού, το ποιες ευθύνες βαραίνουν τους δικούς σου ώμους ως ένα βαθμό, πως έφτασε το παιδί σου στο σημείο μηδέν ως το βασικότερο ερώτημα του πως βρίσκεις την εσωτερική δύναμη να συνεχίσεις τη ζωή σου, το “Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν” σίγουρα μόνο απαρατήρητο δε μένει. 

 

 Η ταινία αποτελεί μια διαρκή χρονική εναλλαγή εικόνων ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της πρωταγωνίστριας-μητέρας του δολοφόνου. Ένα αέναο μπρος πίσω σε αναμνήσεις που έχουν μετατραπεί σε θλιβερά αινίγματα, ανήμπορα να λυτρώσουν μια μητέρα που απεγνωσμένη ψάχνει απαντήσεις. Η ζωή της, η πραγματικότητα της, τα όνειρα και οι αναμνήσεις της είναι λουσμένες στο κόκκινο σαν μια διαρκή υπενθύμιση των χυδαίων εγκλημάτων που προήλθαν από τα δικά της σπλάχνα. Τόσο το μυαλό της όσο και η τοπική κοινωνία ρίχνουν αλάτι σε μια ορθάνοιχτη βαθιά πληγή και η ηρωίδα μας ψυχορραγεί σε κάθε πλάνο βουτώντας απελπισμένα ακόμα και στις πιο ασήμαντες, θεωρητικά, θύμησες του γιου της σε μια προσπάθεια να ξετυλίξει ένα αιματηρό κουβάρι. Ποιος ευθύνεται για τη γέννηση του κακού; Υπήρχε αέναο και έτοιμο να κατακτήσει μια ψυχή ή ήταν οι πράξεις της που ώθησαν έναν άνθρωπο στον ακραίο παραλογισμό; Ένα ερώτημα που σίγουρα με μια θολή πορεία στο σήμερα και στο χθες ενός μυαλού δε μπορεί να απαντήθει.

 


 Συχνά στην συναναστροφή μας με τους ανθρώπους αγνοούμε πως τα δεδομένα μας για κάποιους αποτελούν δονκιχωτικά ζητούμενα. Εν προκειμένω δεν βιώνουν όλες οι μητέρες με τον ίδιο τρόπο τον ερχομό ενός παιδιού. Η Eva, πάσχουσα από επιλόχεια κατάθλιψη, βλέπει το βουνό αυτής της ασθένειας να μεγαλώνει αντί να συρρικνώνεται. Παρατηρεί πως το να είσαι μητέρα δεν αποτελεί ένα ταξίδι παιχνιδιάρικο και εξιδανικευμένο αλλά ένα δύσβατο κακοτράχαλο μονοπάτι γεμάτο εμπόδια. Η αγάπη της μάνας είναι ένας αγώνας διαρκής σε κάποιες περιπτώσεις, ένας αγώνας που οδηγεί σε λάθη, σε κουβέντες μουσκεμένες στη μετάνοια. Παρατηρούμε πως από τις πρώτες στιγμές που καλωσορίζει τον Κέβιν στη ζωή της ακόμα και το κλάμα του αποτελεί κάτι ανυπόφορο. Προτιμά το μαρτύριο των έντονων, χαώδων αστικών θορύβων από το ίδιο της το παιδί σε μια συνταρακτικά αληθινή σκηνή. Η προσέγγιση της Ράμσει είναι ειλικρινής και καθηλωτική και τελικά συγκεχυμένη πλήρως σχετικά με τις επιθυμίες, τις βαθύτερες λαχτάρες της μάνας απέναντι στο παιδί της. Τελικά τι είναι αυτό που αποζητά από αυτή την βασική ανθρώπινη σχέση μητέρας-παιδιού; Ακόμα ένα ερώτημα που ηθελημένα δεν απαντάται και αφήνεται στην κρίση του θεατή να το ντύσει με την προσωπική του ερμηνεία, όσο η λαμπερή, μες το σκοτάδι της, Τίλντα Σουίντον δηλώνει παρούσα σε ακόμα μια εκπληκτική εκτέλεση ενός ανήλιου ρόλου. 

 


 Δυστυχώς ταυτόχρονα αυτό είναι και το βασικό της πρόβλημα. Ο φιλμικός χαμαιλέων, Τίλντα Σουίντον βγάζει από τη φαρέτρα της τα ίδια επιτυχημένα ερμηνευτικά βέλη που την έχουν ορίσει καθόλη της την καριέρα. Είναι τέτοια η αντανάκλαση της σε κάθε γωνία της ταινίας που ένα ήδη προβληματικό γράψιμο χαρακτήρα όπως αυτό του Κέβιν φαντάζει να χωλαίνει περισσότερο. Ο Εζρα Μίλερ, παραδίδοντας όλες του τις δυνατότητες, δεν δύναται να καθορίσει τον Κέβιν ως άνθρωπο. Πότε το παιδί έγινε διάβολος, πότε αντιλήφθηκε και συνέλαβε την μακάβρια ιδέα του. Και από την άλλη ήταν η σχέση του με τη μητέρα του μια δικαιολογία για ότι έπραξε; Αυτή η σχεδόν οιδιπόδεια σχέση τους αποτέλεσε το κίνητρο που όπλισε το χέρι του ή εξ αρχής είχαμε να κάνουμε με μια ελαττωματική φιγούρα ανίκανη να χωρέσει σε κοινωνικά πλαίσια; Ο Κέβιν είναι εμφανώς προβληματικός αλλά ποτέ δε μιλήσαμε για εκείνον, ποτέ δε μάθαμε την πλευρά του. Μέσα από το έντονο μοντάζ και μια μουσική που δεν άρμοζε στο βεβαρυμένο κλίμα, αλλά έδινε ίσως μια νότα αισιοδοξίας που θα έπρεπε να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν η ηρωίδα, τελικά έχουμε μόνο έναν άξονα γύρω από τον οποίο η ταινία περιστράφηκε. Ίσως ο τίτλος να είναι ένα κάλεσμα, μια κραυγή αγωνίας απέναντι στους απανταχού γονείς να μιλήσουν με το δικό τους παιδί. Ίσως αυτή η απλή κουβέντα να είναι η λύση για τη αποφυγή ενός αναπάντεχα άδικου όλεθρου οπλισμένου συνήθως από ανήλικα χέρια.