O κολοφώνας της σκηνοθετικής πορείας του Μπίλι Γουάιλντερ αποτελούσε ταυτόχρονα και το τελευταίο ασπρόμαυρο φιλμ που κατέκτησε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μέχρι την αλλαγή σκυτάλης το 2011 με την απονομή του ίδιου βραβείου στο The Artist. Η αριστουργηματική “Γκαρσονιέρα” όπως μεταφράστηκε για την διανομή στις ελληνικές αίθουσες παρουσιάζει την εργατική μέλισσα, στον κλάδο των ασφαλιστών, Μπαντ Μπάξτερ να παράγει καθημερινή υπεραξία ως υπάλληλος, αρκετά χαμηλά στην ιεραρχία, του κυψελωτού κτιρίου ενός ασφαλιστικού κολοσσού. Ο Μπάξτερ είναι ένας συνηθισμένος Νεοϋορκέζος που αποζητά πάση θυσία την επαγγελματική ανέλιξη και ως εκ τούτου δανείζει το διαμέρισμα του σε προιστάμενούς του στην εταιρία, να φιλοξενούν τις ερωμένες τους, προκειμένου να χαίρει της εύνοιας τους σε πιθανή προαγωγή. Το καλοστημένο κόλπο του Μπάξτερ ωστόσο ανατρέπεται σταδιακά όταν ερωτεύεται την χειρίστρια ενός εκ των ανελκυστήρων του κτιρίου, τη Φραν.

 


 Η φήμη που διατηρεί το Apartment στο κινηματογραφικό πάνθεον δεν είναι διόλου τυχαία. Ο Μπίλι Γουάιλντερ έρχεται να σφραγίσει μια δεκαετία κατά την οποία το φλεγόμενο ταλέντο του λειτουργούσε με όλες τις μηχανές του ενεργοποιημένες. Από το μεταμοντέρνο (πριν καν εφευρεθεί ο όρος) Sunset Boulevard του 1950, το ιδιαίτερα θερμό για τα στάνταρ του Γουάιλντερ ρομάντζο της Σαμπρίνα τέσσερα χρόνια αργότερα και φυσικά ως την ασταμάτητη απόλαυση του “Μερικοί το Προτιμούν Καυτό” το σύνηθες σκηνοθετικό πνεύμα και οι τάσεις του δημιουργού απαντώνται και βρίσκονται διάχυτες καθορίζοντας μια ολόκληρη δεκαετία. Το Apartment εντούτις δεν έρχεται απλά να ακολουθήσει μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πεπατημένη αλλά συγκροτείται από την καλύτερη δυνατή εκδοχή κάθε χαρακτηριστικού μιας ολόκληρης φιλμογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της φινιρισμένης στη λεπτομέρεια ταινίας αποτελεί το απερίγραπτο μεράκι των σχεδιαστών Άλεξ Τράουνερ και Έντουαρντ Μπόιλ. Σε κάθε σκηνή που παρουσιάζεται το εσωτερικό της απρόσωπης λαοθάλασσας που εργάζεται σκυθρωπή στα γραφεία της ασφαλιστικής εταιρίας-κυψέλης οι δυο τους επινόησαν μια ιδιαίτερη, για τα δεδομένα της εποχής, τεχνική. Στα μπροστινά και πιο κοντινά στην κάμερα γραφεία εντοπίζουμε ενήλικες ηθοποιούς σε αντίθεση με τα πιο μακρινά και περίπου στη μέση του ορίζοντα στα οποία έχουν τοποθετηθεί παιδιά ντυμένα με κοστούμια. Στα εντελώς μακρινά, δε, μικροσκοπικά έδρανα στο βάθος του πλάνου οι τύποι έκοψαν χάρτινες φιγούρες που θυμίζουν την ανθρώπινη σιλουέτα και τις μετακινούσαν χειριστές μέσω καλωδίων σαν μαριονέτες, δίνοντας την αίσθηση ενός εντόνως αντιληπτά μεγαλύτερου χώρου που δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά στον περιορισμένο χώρο ενός κινηματογραφικού στούντιο.

 


 Ο χαμηλόμισθος Μπάξτερ με την επιλογή του να μετατρέψει το διαμέρισμά του σε ένα μικρό ξενοδοχείο παράνομου έρωτα αυτόματα μεταφέρει την εξουσιαστική δύναμη των προισταμένων του από τη δουλειά στον προσωπικό του χώρο. Η ανάγκη για χρήματα και επαγγελματικό κύρος τον φέρνει έρμαιο των παράλογων απαιτήσεων που γεννά η σεξουαλική λαγνεία μερικών εταιρικών στελεχών. Υπό μια έννοια, μέσα από τη ματιά του Γουάιλντερ γίνεται και ο ίδιος μια από τις ερωμένες των ευυπόλυπτων κυρίων. Για τους γείτονες του δεν είναι πια το φιλήσυχο ανθρωπάκι που ζει μια βαρετή, ήρεμη ζωή αλλά ένας ζεν πρεμιέ βουτηγμένος στην έκφυλη ζωή της συχνής αλλαγής ερωτικών παρτενέρ και της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Η κωμωδία που γεννούν τα σκοτεινά και γεμάτα ταπείνωση, για τον ίδιο τον Μπάξτερ, ραντεβού της γκαρσονιέρας είναι συμφυής με την τελική κατάρρευση αυτού του τεχνάσματος σε μια τραγωδία. Για τον Γουάιλντερ ο Μπάξτερ είναι ένα διαλυμένο ανθρωπάριο που η αναξιοπρέπεια του προέρχεται από το τσάκισμα που έχει προκληθεί στον ίδιο από την εργασία του. Ο πολυεθνικός χώρος στον οποίο υπάρχει τσακίζει με την πρώτη ευκαιρία, προς δική του εξυπηρέτηση, κάθε ελπίδα του για ψυχική γαλήνη. Σχεδόν ακούς το κρακ στην καρδιά της εξαίσιας ερμηνείας του Τζακ Λέμον όσο ο Μπίλι Γουάιλντερ καταδικάζει με την πανέμορφή ασπρόμαυρη φωτογραφία του φιλμ, την ανταγωνιστική φύση των εταιρικών περιβάλλοντων, κάτι που παραμένει απόλυτα σχετικό μέχρι και τη σημερινή ημέρα. 

 


 Τον εξουσιαζόμενο από τους ανωτέρους του Μπάξτερ έρχεται να συναντήσει η δεσποινίς Κιούμπελικ, μια γυναίκα ανεπαίσθητης ομορφιάς και διακριτικής αύρας που αποτελεί επίσης θύμα της επιβολής εξουσίας πάνω σε άλλον άνθρωπο. Ο ήρωας ξεκινώντας ένα ρομάντζο με την Φραν Κιούμπελικ αδυνατεί να διακρίνει το βραδυφλεγές φυτίλι που σιγοκαίει στην ψυχή της. Το ανταγωνιστικό περιβάλλον των πολυεθνικών απλώνει τα πλοκάμια του και στο ερωτικό πεδίο καθώς η Φραν αποτελεί μια εκ των πολλών παράνομων δεσμών που συνηθίζουν να έχουν τα παντρεμένα στελέχη της εταιρίας. Μέσα από τα κύματα που αναγκάζονται να υποστούν στο διάβα τους και προσπαθώντας να παραμείνουν καθαροί από τα ανήθικα λύματα που τους περιβάλλουν ως ζευγάρι, ένα από τα πιο συναισθηματικά του, κατά τα άλλα κυνικού, Αυστριακού δημιουργού λαμβάνει χώρα. Ένω κατέχει μια κωμικότητα δεν είναι αστείο όπως το Μερικοί το Προτιμούν Καυτό, μήτε σεναριακά έντονο όπως η Κολασμένη Αγάπη(Double Idemnity) μα παραμένει στο διηνεκές ως η βαθύτερη ουμανιστική δημιουργία του. 

 

Η Γκαρσονιέρα δεν είναι η ρομαντική κομεντί με την τετραγωνισμένη έννοια του όρου. Με ένα συγκινητικό μεν, βολικό δε, φινάλε αυτό που αποτελεί θεμέλιο πίσω από την επιφανειακή σάτιρα είναι κάτι βαθιά λυπηρό και ρεαλιστικό. Ως μέλη μιας κοινωνίας που τείνει όλο και περισσότερο στην αυτοματοποίηση των καθημερινών λειτουργίων, η αέναη σανίδα σωτηρίας εντοπίζεται στην αμοιβαία αγάπη και το τρομακτικά ευτυχές συναίσθημα να δένεσαι με ένα έτερο ανθρώπινο πλάσμα το οποίο μπορεί να καταρρέει συχνά αλλά οφείλουμε ως άνθρωποι να κοιτάμε στα μάτια την αποτυχία και να την αντιμετωπίζουμε. Ο Γουάιλντερ δεν ηθικολογεί απλά στο Apartment μα φανερώνει το μέγεθος της καρδιάς του. Που; Σε κάθε μικρή στιγμή που ο Μπάξτερ προσπαθεί σθεναρά να αποσπάσει ένα χαμόγελο από την διαλυμένη εσωτερικά Φραν, στις ανθρωπιστικές μεθόδους άσκησης της ιατρικής από το γείτονα του, στο απίθανο φινάλε που οι κενές ευχές για καλή χρονιά δεν έχουν κανένα απολύτως αντίκτυπο γιατί η ουσία στο μέλλον δύο άσπηλων ψυχών βρίσκεται στην απλότητα: σε μια παραδοχή συναισθημάτων και μια παρτίδα χαρτιά.