Η οικογένεια, σαν θεσμός, αποτελεί ίσως το ουσιαστικότερο κύτταρο του κοινωνικού ιστού που μας περιβάλλει. Το άτομο θωρακίζεται κάτω από το αόρατο πέπλο της οικογενειακής θαλπωρής, αντλώντας και χαρίζοντας δύναμη από και προς τα υπόλοιπα μέλη. Οικογένεια εντούτις δεν θεωρείται και δεν θα έπρεπε να θεωρείται αποκλειστικά το μοτίβο της εξ αίματος σχέσης. Για τον Κορε-εντα οι οικογένειες που συντίθενται από κοινά βάσανα, λοξοδρομημένες ζωές και ατυχείς ψυχές είναι αυτές που αναπτύσσουν έναν χαλύβδινο δεσμό, ανθεκτικό απέναντι σε κάθε εμπόδιο μιας κοινωνίας που έχει στερέψει από κατανόηση.
Ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα στα περίχωρα του πολυσύχναστου Τόκιο φιλοξενεί τον Οσάμου και τη σύζυγό του Νομπούγιο. Το ερειπωμένο καταφύγιο, αυτού του μέσης ηλικίας ζευγαριού που κινείται οριακά μεταξύ εύρεσης εργασίας και ανεργίας, στοιβάζει πέρα από τους δύο συντρόφους ακόμα τρία μέλη. Ο προεφηβικής ηλικίας, εγκαταλελειμμένος όπως αφήνεται να εννοηθεί, Σότα, η νεαρότερη αδερφή της Νομπούγιο καθώς και η ευπαθής σωματικά ηλικιωμένη γιαγιά Χάτσουε, καδραρισμένη από την αείμνηστη Κίριν Κίκι στην τελευταία ερμηνεία της λαμπερής καριέρας της καθώς τρεις μήνες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγνεψε αντίο σε ηλικία 75 ετών. Η πενιχρή σύνταξη της γιαγιάς Χάτσουε αποτελεί τον οικονομικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των αταίριαστων μελών της λειτουργώντας ως κεντρικό δοκάρι που η αφαίρεση του θα οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση. Το μουχλιασμένο χαμόσπιτο των Σιμπάτα μοιάζει σαν ένα ξέχειλο ποτήρι νερό, ανήμπορο πια να χωρέσει τις πέντε ζωές που στριμώχνονται στα σπλάχνα του κάτι που γίνεται ξεκάθαρο από την πλήρη εικόνα έλλειψης οργάνωσης και εργονομίας στο χώρο. Μισοχαλασμένες σκισμένες κούτες με προσωπικά αντικείμενα απλωμένες ολούθε, παιδικά παιχνίδια και σκόρπια ρούχα αντικατοπτρίζουν τις χαώδεις ζωές των μελών αυτής της οικογένειας. Άνθρωποι που δε δείχνουν καμία πια προσπάθεια να διεκδικήσουν όσα έχασαν ή όσα δεν είχαν ποτέ φοβισμένοι πως αν αφήσουν αυτό το χάος αντικειμένων το οποίο ποδοπατούν, θα απωλέσουν την ταυτότητα τους.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τα φέρουν βόλτα, ο Οσάμου διδάσκει στον μικρό Σότα την “τέχνη” της μικροκλοπής. Σαν δυο καλά κουρδισμένες μηχανές τριγυρίζουν στα τοπικά σουπερ μάρκετ, λεηλατώντας τα ράφια με τα καθημερινά προϊόντα που χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Ο Οσάμου δεν κλέβει για να πλουτίσει αλλά απλώνει το χέρι του οπλισμένο από την πείνα και την ανέχεια προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες που η πλειοψηφία του κόσμου δεν αντιλαμβάνεται την ουσία τους και ως ένα βαθμό δεν εκτιμά τη δεδομένη ικανότητα να τις ικανοποιεί. Όταν, μια παγωμένη νύχτα, το άψογα συγχρονισμένο ντουέτο, επιστρέφει σπίτι συγκρούεται μετωπικά με την θλιβερή ιστορία της μικρής Γιούρι. Η Γιούρι, παιδί-θύμα κακοποίησης και οικογενειακής βίας, θα αποτελέσει το έκτο μέλος μιας οικογένειας καμωμένης από την αγάπη που κανείς τους δε γνώρισε.
Σαν ένα σμήνος από αποδημητικά πτηνά ενώνονται και σκίζουν τα ουράνια αναζητώντας τη λύτρωση σε μια ζωή που τους φανέρωσε μόνο το άσχημο πρόσωπο της. Σαν ένα σύννεφο που είναι μόνο του σε μια καταγάλανη ημέρα ταξιδεύουν βαστώντας γερά ο ένας τον άλλο όσο το σύννεφο τους είτε καίγεται από έναν καλοκαιρινό ήλιο είτε ενώνεται με τον κατάμαυρο χειμώνα του Τόκιο. O Koρε-εντα μας σερβίρει ένα κομμάτι μιας ζωής γεμάτη τρυφερότητα και σεβασμό στις ανθρώπινες αξίες. Θαρρείς πως οι Σιμπάτα είναι ανίκανοι μέσα στο περιορισμένο χώρο τους να αφήσουν να ξεφύγει έστω και ένα ψήγμα ευτυχίας. Δεν τους συνδέει το αίμα αλλά η αρμονική σύνδεση έξι καρδιών που σφύζουν από ζωή δικαιολογώντας κάθε πράξη τους με καλοσύνη. Αν δε ζητήσεις λύτρα, δεν είναι απαγωγή επαναλαμβάνουν στους εαυτούς τους για τη μικρή Γιούρι όσο την κερνούν τις αγαπημένες της λιχουδιές και χαζεύουν πυροτεχνήματα σε μια σκηνή ύψιστης σκηνοθετικής μαεστρίας με τα κεφάλια τους μόνο να αχνοφαίνονται από τα ελάχιστα τετραγωνικά ουρανού που φτάνουν στο συνωστισμένο από χαμόσπιτα τόπο που διαμένουν.
Η πρώτη πράξη της ταινίας είναι μια ψευδαίσθηση αποκατάστασης της ανθρωπιάς. Ο Κορε-έντα, έπειτα, βάναυσα μα επιδέξια εναλλάσει το μοτίβο αυτό γκρεμίζοντας βασανιστικά ένα ένα τα κομμάτια θαλπωρής και αγάπης που αποτελούσαν σύζευξη για τα μέλη των Σιμπατα. Αναπάντεχα μετατρέπεσαι σε σάκο πυγμαχίας όσο οι σεναριακές και σκηνοθετικές γροθιές του Κορε-εντα προσγειώνονται με βία στην καρδιά σου σε ένα αέναο ρυθμό ικανό να σταματήσει μόνο εφόσον σε αφήσει βουβό και απλανή. Το δεύτερο κομμάτι του Shoplifters είναι για τους τολμηρούς και το να επιβιώσεις από τη σκληρότητα του ως μάρτυρας σκηνών όπως αυτή της Νομπούγιο να υποχωρεί θρηνούσα για τα τέκνα που τόσο αγάπησε και τώρα χάνει από τη ζωή της, είναι κάτι σχεδόν αδύνατο. To ανούσιο μελόδραμα είναι ανύπαρκτο σε αυτή την φορτισμένη δημιουργία και η ταπεινότητα του μηνύματος της συγκλονίζει βαθύτατα το θεατή.
Το Shoplifters αποτελεί την επιτομή του μοτίβου της καλοσύνης που κρύβεται στην ανθρώπινη ψυχή. Είναι μια ταινία για όλους όσους σφίγγουν τα δόντια και ξεζουμίζουν οτιδήποτε θετικό από το χαρτί που τους μοιράστηκε στην παρτίδα της ζωής όσο άσχημο και είναι. Αδιαφορούν για την ψυχολογική οδύνη που θρέφει σε μια ψυχή η κακοτυχία και ελπίζουν σε μια αχτίδα ελπιδοφόρου ήλιου ακόμα και στη πιο μίζερη και μουντή ημέρα. Η αλληλοϋποστήριξη στέκει σαν περήφανη σημαία για ανθρώπους σαν τους Οσάμα διδάσκοντας μας το πολύτιμο μάθημα πως τελικά είναι εκείνει που υπερτερεί έναντι των ατομικών συμφερόντων. Όμορφο μα ταυτόχρονα δυσβάσταχτο το αριστούργημα του Κορε-εντα συντηρεί στην ψυχή του την ομορφιά της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανθρώπους που λαχταρούν όσο τίποτα να βγουν νικητές από την καθημερινή πάλη και να πλυμμηρίσουν τα μάτια τους με το φως της αντίπερα όχθης.