“Pray for the best, but prepare for the worst.”

 

 Χωρίς αποκλίσεις και μπαίνοντας απευθείας στο δια ταύτα το πολυσηζητημένο Prisoners του αγαπημένου μου, κατά τα άλλα, Ντενί Βιλνέβ είναι μια ταινία που άργησα χαρακτηριστικά να δω. Και αυτο λειτούργησε εν μέρει αρνητικά καθώς γνώριζα πως ο μαριονετίστας της κάμερας είναι ο μοναδικός Ρότζερ Ντίκινς οπότε αυτόματα η εμπειρία θέασης στην τηλεόραση θα ήταν αρκετά επίπεδα χειρότερη σε σχέση με την μυσταγωγική προβολή στο πανί. Παράλληλα ήξερα όμως τι να περιμένω, είχα χτίσει τις προσδοκίες μου πολύ πριν το play με απόλυτο κίνδυνο να εκπυρσοκροτούσε όλο αυτό πάνω μου υπό συγκεκριμένες συνθήκες όσον αφορά την αρτιότητα της οπτικοποίησης ενός κατά τα άλλα βασικώς δομημένου αλλά σκληρού σεναρίου. 

 

Η πλοκή της ταινίας δεν χρίζει κάποιας βαθιάς ανάλυσης και ανακάλυψης κρυφών νοημάτων και εννοιών. Ο Κέλλερ Ντόβερ είναι ένας σύγχρονος Αμερικανός πατέρας που ζει σε ένα ήσυχο προάστιο προσπαθώντας να εμφυσήσει στα παιδιά του μαθήματα αυτοσυντήρησης και ζώντας υπό μια έννοια έχοντας ως σημαία την παροιμία “φύλαγε τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά”.Ο υφέρπων τρόμος των κακών οιωνών που υπονοούνται οδηγεί στην έντονη αναταραχή της ήρεμης suburbia ζωής, όταν η κόρη του φαίνεται πως πέφτει θύμα απαγωγής και ένας σκυθρωπός, μυστήριος αστυνομικός ντετέκτιβ αναλαμβάνει τη διαλεύκανση αυτής της όχι και τόσο όπως θα αποδειχθεί υπόθεσης ρουτίνας. Το βραδυφλεγές θρίλερ του Βιλνέβ λειτουργεί σαν μια μακάβρια κλεψύδρα, που κάθε κόκκος άμμου της σηματοδοτεί και μια ποσοστιαία μείωση στις πιθανότητες να βρεθεί ζωντανή η κόρη του Κέλλερ.

 


 Στο ρόλο του πατέρα του απαχθέντος παιδιού ο συγκλονιστικός Αυστραλός Χιου Τζάκμαν παραδίδει μια ερμηνεία από το πάνω ράφι και στα δικά μας μάτια την κορυφαία της καριέρας του. Παράλληλα με τον επίσης εξαιρετικό Τζέικ Γκίλεγχαλ που βρίσκει εαυτόν εδώ και δυο δεκαετίες σχεδόν σταθερά σε καλούς ρόλους εφαρμόζουν πιστά το πλάνο του σκηνοθέτη. Η απάγωγη αποτελεί το μέσο που επιτρέπει στον Τζακμαν να ξεδιπλώσει ένα βαθύτερο μήνυμα του χαρακτήρα του και πράττει τα δέοντα ώστε να μοιράσει για δύο ώρες ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου. Ένας θεοφοβούμενος μεσήλικας άντρας και πατέρας που θεωρεί μείζον θέμα τη διατήρηση της ακεραιότητας του μετατρέπεται σε μια φρικώδη σκιά του εαυτού του προβαίνοντας σε αποτρόπαιες πράξεις έναντι του χαρακτήρα του Πολ Ντέινο, ο οποίος αποτελεί το τρίτο κεντρικό πρόσωπο της ταινίας. Ένας Πολ Ντέινο που μοιάζει τρομακτικά φυσικά τόσο ακόλαστος, σαν παραδομένος σε γενετήσιες ηδονές και δίχως ηθικούς φραγμούς που δε δυσκολεύεται να καδράρει αντίστοιχα το χαρακτήρα του. Σπάνια ο εκμαυλισμός ενός τέτοιου χαρακτήρα παίρνει διαστάσεις τρόμου και ο Τζακμαν μεταφέρει άψογα το μήνυμα ενός τυφλωμένου από οργή πατέρα, προδομένου σε προσωπικό επίπεδο από την δικαιοσύνη, που καταφεύγει στην έσχατη λύση της αυτοδικίας, φανερώνοντας πόσο ευάλωτες μπορεί να γίνουν οι ατομικές αξίες σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. 

 

 Η συμβολή του χαρακτήρα του Γκίλεγχαλ στην απόδοση του παραπάνω μηνύματος εντούτις είναι κάτι παραπάνω από κομβική. Ένας αδιαφιλονίκητα κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς μας μπαίνει στα παπούτσια ενός αμφιλεγόμενου και σκοτεινού τύπου. Είναι υπέροχες εκείνες οι ταινίες που η συνεργασία μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού ξεχειλίζει από αμοιβαία χημεία και αυτό πολλές φορές σηματοδοτεί μια άγραφη άδεια του ηθοποιού να επέμβει στο χαρακτήρα του. Τα ασαφή τατουάζ, τα τικ και το αμφισβητούμενο δαχτυλίδι με το σύμβολο του Ελευθεροτεκτονισμού αποτελούν όλα πινελιές του ίδιου του Γκίλεγχαλ προσδίδοντας ακόμα περισσότερα σύννεφα γύρω από έναν ήδη σκιερό τύπο. Ο απογοητευμένος από την ανθρωπότητα και τη ζωή την ίδια ντετέκτιβ σχηματίζει ένα δίπολο με τον πρωταγωνιστή, προσπαθώντας να ισορροπήσει με λογική τη ζωή του σε ένα κόσμο που δε βγάζει πια νόημα και αυτό κορυφώνεται κάθε φορά που οι δυο τους έρχονται σε αντιπαράθεση. 

 


 Είναι πραγματικά ατυχές το πόσο πίσω έμεινε στα βραβεία το βραδυκαές αριστούργημα του Βιλνέβ. Για δυόμιση ώρες, μια φρικτή αντίστροφη μέτρηση ξεκινά ασταμάτητη προς κάτι που μοιάζει αναπόδραστο. Μια ιστορία απαγωγής δεν αποτελεί κάτι το καινοτόμο ή πρωτότυπο στον κινηματογράφο για αυτό και έμεινα ενεός με τη σχολαστικότητα της απεικόνισης της οδύνης και του πόνου ενός γονέα που έχει χάσει το παιδί του και μετατρέπεται σε ένα αδάμαστο αγρίμι. Ο Βιλνέβ πιστώνεται ολοκληρωτικά την ιδιαίτερη σκοπιά που επιλέγει να διηγηθεί. Μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει μια ολόκληρη ζωή ως ένα πιόνι κοινωνικών και θρησκευτικών συμβάσεων, να πνίγεται από ένα αόρατο λουρί. Είναι το αρχέγονο ένστικτο του προστάτη που τον οδηγεί να σπάσει τα φράγματα και τα κοινωνικά κιγκλιδώματα και να λειτουργεί λανθασμένα εν θερμώ. Και αυτά τα ένστικτα πυροδοτούνται μόνο από ειδεχθείς περιπτώσεις εγκληματικότητας όπως η απαγωγή ενός παιδιού που μπορεί να προμυνήει τα πάντα από μια κακοποίηση σωματική ή λεκτική μέχρι ένα βιασμό ή ένα θύμα εμπορίου οργάνων. Η δραματικότητα των χαρακτήρων του Βιλνέβ που υποκινούνται αόρατα από αυτά τα κίνητρα είναι που δίνει μια νέα πνοή σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία, γεμίζοντας τη παράλληλα με ρεαλισμό σε αντίθεση με γελοίες υπερβολές αντίστοιχων περιπτώσεων όπως η τριλογία της Αρπαγής με τον Λίαμ Νίσον

 

Αρωγός αυτού του σκοτεινού μα πέρα για πέρα αληθινού μηνύματος είναι ο κύριος για τον οποίο μιλήσαμε στην εισαγωγή. Ο σπουδαίος Ρότζερ Ντίκινς με τη μοναδική ικανότητα να μετατρέπει την κάμερα σε κοφτερή λεπίδα προσδίδει απόλυτη ομορφιά στη ζοφερή ατμόσφαιρα της ταινίας. Σε τέτοιο βαθμό που φυσικά φαινόμενα όπως μια καταρρακτώδης βροχή μοιάζουν λες και επαναπρογραμματίζονται σε νέες κινηματογραφικότερες ρυθμίσεις. Το Prisoners δεν είναι μια ταινία για τους κλειστοφοβικούς όσο ο φακός του Ντίκινς στριμώχνεται σε εγκαταλελειμμένα δωμάτια, αυτοκίνητα στη βροχή και σκοτεινά υπόγεια για να μεταφέρει αψεγάδιαστα την παγερή μοναξιά των ψυχών των τριών βασικών προσώπων της ταινίας. Ατμοσφαιρικά χρώματα, ολόσωστοι φωτισμοί εφάπτονται και γίνονται ένα με το μήνυμα του σκηνοθέτη. 

 


Αποφεύγοντας να υπερβεί τα εσκαμμένα όταν η κουβέντα έρχεται στο συναισθηματικό της υπόθεσης το Prisoners αποτελεί μια σπουδή σε ένα ερώτημα που εμπίπτει σε άπειρα επίπεδα και μοιάζει αέναο. Όταν τα χειρότερα βρίσκονται στο κατώφλι σου, πόσο προετοιμασμένος είσαι; Μπορεί το Prisoners να αποτελεί ένα βραδύκαυστο αριστούργημα σεναριακής και σκηνοθετικής δραματουργίας αλλά δεν χάνεται ρυθμικά ποτέ. Ένα καλοκουρδισμένο φιλμ που αμφισβητεί κοινωνικές συμβάσεις και θέτει διλήμματα στο θεατή του αποτελεί μια από τις καταχωρήσεις στη λίστα με εκείνες τις ταινίες που οφείλω να επισκεφθώ ξανά τουλάχιστον μια φορά. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα απαντήσω διαφορετικά στα ερωτήματα της. Ίσως περισσότερο να με ωθεί η ανάγκη υπενθύμισης της ύπαρξης γεγονότων που αψηφούν τη λογική και διαφθείρουν την ανθρώπινη ψυχή. Δε ξέρω αν θα το επιθυμούσα περισσότερο ηθικά ασαφές και διφορούμενο και θεωρώ πως τελικά η πιο τετράγωνη απεικόνιση των δύο βασικών χαρακτήρων λειτουργεί κάλλιστα. Ίσως το βαθύ ταλέντο του Ντέινο πήγε ως ένα βαθμό χαμένο αλλά η οπτική της ταινίας δεν διασταυρώνεται με τη δική του σχεδόν ποτέ. Αυτό που μένει τελικά είναι ένα θρίλερ μυστηρίου που σε αφήνει άφωνο με την σοκαριστική παγερότητα της ιστορίας του.