H Beatrix Kiddo, ή The Bride, μας συστήνεται το 2003 μέσα από τη διμερή αιματηρή ιστορία του Kill Bill. Έξι χρόνια μετά το Jackie Brown και έντεκα χρόνια μετά το ηχηρό ντεμπούτο των Reservoir Dogs ο Ταραντίνο δείχνει να συμβιβάζεται για πρώτη φορά στην καριέρα του. Εντούτις δε προωθεί ένα συμβιβασμό όπως τον αντιλαμβανόμαστε στο αντανακλαστικό άκουσμα της λέξης. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης ουδέποτε καταπατά τους προσωπικούς του όρους περί αμφιλεγόμενων σεναριακών επιλογών μήτε στριμώχνει σκηνοθετικούς μανιερισμούς στο μεγαλοφυές αιρετικό του στυλ. Αντίθετα αφουγκράζεται τις προτιμήσεις του κοινού του και τις απλώνει επί τάπητος. Το αποτέλεσμα ήταν μια τετράωρη σαμουραική εποποιία που χωρίστηκε σε δύο σκέλη και στέκει 17 χρόνια συναφής σε σινεφίλ κουβέντες χάρη στο θαυματουργό όρο του “cult classic” που τη ρίζωσε σε περίοπτη θέση της ποπ κουλτούρας. Και όχι άδικα.
Ο οργισμένος ποταμός δράσης που χτυπά κατά μέτωπον από τα πρώτα καρέ είναι άνευ προηγουμένου. Η ιστορία ακολουθεί τη Νύφη, όπως είναι ο μοναδικός της τίτλος τη δεδομένη στιγμή, σε μια αιματηρή ιστορία εκδίκησης και λύτρωσης. Η Νύφη αποζητά αυτόκλητη δικαιοσύνη απέναντι σε μια ταξιαρχία πληρωμένων δολοφόνων, διεθνού βεληνεκούς, που αποπειράθηκαν να τη δολοφονήσουν κατά την ημέρα του γάμου της. Η Μπέατριξ έφερε κάποτε τον τίτλο της αποτελεσματικότερης δολοφόνου που δρούσε με το ψευδώνυμο Black Mamba. Μια σφαίρα στο κεφάλι την στέλνει σε ένα μακράς διάρκειας ιατρικό κόμα και όταν ως εκ θαύματος ξυπνά 4 χρόνια μετά καταστρώνει την θανάσιμη εκδίκησή της απέναντι σε εκείνους που δε την ήθελαν ζωντανή. O-Ren Ishii, Vernita Green, Budd, Elle Driver και Bill συμπληρώνουν τα ονόματα του μακάβριου καταλόγου.
Το Kill Bill Vol. I αφήνει υπόνοιες της βιαιότητας που μας περίμενε στωικά στο τελευταίο μέρος αυτής της διλογίας εκδίκησης. Σε αντίθεση με το αγωνιώδες, και συνολικά καλύτερο vol. II, το πρώτο μέρος τινάσσει από τους ώμους του την επιείκια που δείχνει ο Ταραντίνο και μέσα από την οποία πλάθει τις δημιουργίες του. Το Kill Bill δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια οχλαγωγική ταινία κατασκευασμένη να ικανοποιήσει τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του σκηνοθέτη. Σε κάθε χτύπο της καρδιάς της, η ταινία ευχαριστεί το θεατή παρέχοντας του ότι επιζητούσε τόσα χρόνια. Ο Αμερικανός πολυσχιδής σκηνοθέτης διασχίζει, σαν σε ιστορική αναδρομή, την κινηματογραφική ιστορία και μορφοποιεί ένα έργο τόσο πάνω σε μακρόβιες επιρροές όσο και σε νεότερες εμμονές διαβιβάζοντας μια καθαρή σαν κρύσταλλο, συναισθηματική διαδρομή.
Η, ταυτόχρονα, ελικοειδής πλοκή δεν αποτελεί λόγο αποθάρρυνσης του θεατή. Από τα πρώιμα, ασπρόμαυρα πλάνα ως τις διαποτισμένες με χρώμα σκηνές δράσης η ταινία βρίθει το ταραντινικό στυλ. Αυτό στο μυαλό μας είναι ο Ταραντίνο σε πλήρη σκηνοθετική έκσταση, να περιπλέκει ένα σενάριο απλώς και μόνο επειδή διασκεδάζει κατά τη συγγραφή του. Πάρτε ως παράδειγμα την αφήγηση της ιστορίας προέλευσης της O-Ren. Μια πλήρως σκιαγραφημένη ως κινούμενο σχέδιο, γλαφυρή ιστορία της κινεζοαμερικανικής κληρονομιάς στριμώχνεται χωρίς να είναι περιττή σε ένα λιτό σενάριο. Η ιστορία τονίζεται μέσω μιας αέρινης, ξέχειλης από χάρη, ειδεχθούς αφαίμαξης και λήγει εκεί. Οι φετιχισμοί του Ταραντίνο για αρτηριακά συντριβάνια και αίμα που εκτοξεύεται ολούθε είναι το φινάλε των πιο ωμών συστάσεων που είδαμε στο ποπ κινηματογραφικό σύμπαν σε ένα θηριώδες και ευέξαπτο κάδρο. Μέχρι και τη στιγμή που γράφεται το άρθρο δεν είδαν τα μάτια μας ξιφομαχία, και μάλιστα με το κατάνα του Χατόρι Χάνζο, τόσο δυναμική όσο εκείνη ενάντια στην O-Ren και την κουστωδία της και αυτό έρχεται για να είμαστε ειλικρινείς με λίγη καλοπροαίρετη υπερβολή αλλά έπρεπε να την παινέψουμε κάπως.
Η εμπορική επιτυχία του Kill Bill όσο και το ρεύμα φανατικών οπαδών που χτίστηκε γύρω του διαμόρφωσε σε ένα βαθμό και τον ίδιο τον Ταραντίνο κατά την ταπεινή μας γνώμη. Ότι ταινία δημιούργησε έπειτα ισορροπούσε πάντοτε σε δύο βασικούς άξονες. Την ικανοποίηση της δίψας του για βίαια ξεκοιλιάσματα και την επιμήκυνση του ψυχικού του κόσμου, τον εμπλουτισμό αυτού του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο καθιστά έκδηλα τα συναισθήματα του μέσα από τα φιλμ. Προσπαθώ απλά και μόνο να φανταστώ πως θα ήταν να πατήσεις το πόδι σου σε μια κινηματογραφική αίθουσα το 2003 και να γίνεις μάρτυρας της πιο κουλ και γαμάτης ταινίας που είδες μέχρι εκείνη την εποχή και που έμελλε να δεις για αρκετά χρόνια έπειτα. Από το χορογραφικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους Crazy 88 σε έναν αρχαϊκό χιονισμένο κήπο ως το αψεγάδιαστο αγωνιώδες φινάλε, ο Ταραντίνο κλείνει την τελευταία σελίδα της πρώτης εκστρατείας της Νύφης με σινεμά που λειτουργεί πολυεπίπεδα. Και μένουμε με τον πιο μεγάλο φόρο τιμής στην αγαπημένη του σαβούρα, να δημιουργεί καλτίλες, όχι όμως με την αλλοπρόσαλλη στάση και την αστάθεια ενός ερασιτέχνη σκηνοθέτη. Και η γοητεία στις σφαγές του είναι ο μάρτυρας υπεράσπισης.