Το 2015 ο Μαγυάρος Λαζλο Νεμες έβαλε όλο το φεστιβάλ Καννων στο μάτι του κυκλώνα. Το κοινό θορυβήθηκε από το, σοκαριστικά, καθηλωτικό πορτραίτο της κτηνωδίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης, Son of Saul το οποίο παράλληλα δυστυχώς έφερε το βάρος ενός βραβείου που δεν παραδόθηκε δικαίως. Η φράση γροθιά στο στομάχι, ωστόσο, είναι πολύ ανεπαρκής για να χωρέσει τα συναισθήματα που αποπνέει αυτό το αριστούργημα δια χειρός ενός ανθρώπου που είχε τις περγαμηνές για την πραγμάτωση ενός τέτοιου φιλμ όντας για μια διετία βοηθός του σημαντικότερου εκπροσώπου του ουγγρικού σινεμά, Μπέλα Ταρρ, για την ταινία The Man from London.
Ο Saul είναι ένας από τους εκατομμύρια Εβραίους που φυλακίστηκαν από τους Ναζί και βιώνουν καθημερινά το έρεβος που μολύνει την ανθρώπινη ψυχή όταν το τυφλό μίσος υπερνικά την ανθρωπιά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ωστόσο, έχει χρεωθεί ένα φρικαλέο καθήκον: Να οδηγεί, ως μέλος μιας ταξιαρχίας σκλάβων των Ναζί, τους Ζόντερκομάντο, άλλους Εβραίους στο θάνατο εξαπατώντας τους πως πρόκειται για κάποιου είδους φροντίδα από τους βασανιστές τους ενώ στην πραγματικότητα ο τελικός προορισμός είναι τα ναζιστικά κρεματόρια. Αυτή η ανήθικη πράξη, υποκινούμενη από την κόλαση του πόλεμου, όμως δεν είναι ικανή να κάμψει τις αξίες και τον ηθικό κώδικα ενός ανθρώπου. Όταν ο Σαούλ εντοπίζει στην κάθαρση μιας ακόμα φουρνιάς νεκρών Εβραίων το άψυχο σώμα του παιδιού του, μια ολόκληρη εκστρατεία αποκατάστασης της αδικίας καταστρώνεται και με τη βοήθεια ενός ραβίνου, ο ήρωας μάχεται για την πρέπουσα ταφή του.
Το Son of Saul αποτελεί μια επαναστατική δημιουργία του υποείδους των holocaust movies, ένα φιλμ ασυνήθιστα αποτρόπαιο που μέσα από μια ερμηνεία βγαλμένη από τα έγκατα της ψυχής του Γκέζα Ρόρινγκ αφήνει ένα βαθύ στίγμα. Δε θα σε κάνει να κλάψεις, δεν μοιάζει ούτε κατά διάνοια με ταινίες όπως η Λίστα του Σίντλερ. Aντ’ αυτού θα σε αφήσει παγωμένο και μουδιασμένο όσο η κάμερα ακολουθεί τον πρωταγωνιστή σε μια περιφορά γύρω από το θολό περιβάλλον του, τα ρίσκα που παίρνει για να αποφύγει ακόμα μια μέρα την αναπόφευκτη συνθήκη του θανάτου. Ο διευθυντής φωτογραφίας Ματίας Ερντελί δημιουργεί ακριβώς εκείνα τα κάδρα που χωρούν κάθε ασαφή πράξη του που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην εργασιακή υπηρέτηση του φασισμού ως μελλοθάνατος και ταυτόχρονα την πάλη να διατηρήσει την ανθρώπινη φύση του, με όλα της τα ένστικτα. Ο χρόνος μειώνεται δραματικά και τα εμπόδια υψώνονται απείρως δυσθεώρητα για τον άνθρωπο που αναγκάζεται να εργαστεί στην επίγεια Κόλαση. Κανένας σχεδόν άλλος χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται σεναριακά και όποιος τοποθετείται στο πλάνο του Ερντελί αποτελεί πάντα μια ξεθωριασμένη φιγούρα που αναμένει έναν αργοπορημένο θάνατο.
Σπανίως μια δημιουργία για το Ολοκαύτωμα ισορροπεί ανάμεσα στην ανδρεία ενός ατόμου και στην βαρβαρότητα του πολέμου με τέτοια αισθητηριακή ικανότητα με κίνδυνο η ταινία να οδηγήσει το κοινό της στα λάθος μονοπάτια. Και αυτό σώζεται από το κεντρικό πρόσωπο της διότι ο Γκέζα Ρόρινγκ υποδύεται ένα ρόλο βαρύ αποπνέοντας μια σπάνια καθαρότητα εκείνης της αγέλαστης, στοχαστικής ψυχής. Τελικά σου μένει μια πρωτόγνωρη οπτική και μια πρωτότυπη ταινία γύρω από το συγκεκριμένο θεματολογικό πλαίσιο: το χάος των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η τρομερή δραστηριότητα πίσω από αυτούς τους τάφους γεμάτους ζωντανούς νεκρούς, η αίσθηση πως οι συναισθηματισμοί δε χωρούν ούτε δευτερόλεπτο στην καλογυαλισμένη και γρασαρισμένη από αίμα μηχανή των Ναζί. Ποτέ ξανά δεν έχω δει ταινία να εμβαθύνει τόσο στη διοικητική επιμελητεία του φασισμού. Και αυτό είναι το ζουμί της. Μια τολμηρή εξερεύνηση, μέσω μιας συναισθηματικα φορτισμένης ιστορίας απαλλαγμένης από ιδεολογικές τοποθετήσεις, γεγονότων και μια ειλικρινή απαγγελία της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας.