Το 1995 ήταν μια από τις πιο ασφυκτικά γεμάτες από ανεπανάληπτες δημιουργίες διεσταλμένες σε ολόκληρο το φάσμα των φιλμικών ειδών. Από το Before Sunrise του Richard Linklater που σκλάβωσε τις καρδιές μας και ακόμα δε τις έχει ελευθερώσει, το ασυναγώνιστο crime saga του Michael Mann, Heat, το διακλαδωτό Fallen Angels του Wong Kar-wai ως το Usual Suspects, το Casino και τους 12 Πιθήκους του οραματιστή Terry Gilliam, σύσσωμο το άπαν ταινιοφιλικό σύμπαν χόρτασε μάτια και νου με ταινίες από το πάνω ράφι. Ταυτόχρονα, εκείνο το έτος, ο 33χρονος Ντέιβιντ Φίντσερ, έπειτα από ένα επεισοδιακό ντεμπούτο με το Alien 3, που παρά την οσκαρική υποψηφιότητα τον έφερε σε ρήξη με την παραγωγή, συνθέτει την πλέον ρηξικέλευθη ταινία του, το σκοτεινό αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου, Se7en.
Αν μας ζητούσε κάποιος να στριμώξουμε στην ίδια πρόταση το σκηνοθετικό, σεναριακό και οπτικό μεγαλείο του Se7en θα απαντούσαμε δίχως δισταγμό πως ακόμα και η σεκάνς των τίτλων αρχής του παραμένει πιο μακάβρια και ανατριχιαστική από την πλειοψηφία των ταινιών τρόμου που κυκλοφορούν εκεί έξω. Το σύγχρονο αστυνομικό νουάρ του Ντέιβιντ Φίντσερ φιγουράρει σε εκείνη την κλειστή ελίτ αστυνομικών ταινιών που ποδοπατούν, πριν καν ξεκινήσουν, τα στενά όρια της απλής απόδοσης δικαιοσύνης και συνεχίζουν με αυτοπεποίθηση ερευνώντας κάθε σκοτεινή γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης που πεισματικά οι περισσότεροι από εμάς, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αρνούμαστε να συμφιλιωθούμε μαζί της. Αυτό αποτελεί ένα κύριο σημείο της θεματικής πίσω από την ιστορία των επτά δολοφονιών, μια για κάθε θανάσιμο αμάρτημα, που καλούνται να ερευνήσουν με σκοπό να εξιχνιάσουν, ο νεαρότερος και γεμάτος από αυτή τη θέρμη των νιάτων, ντετέκτιβ Μιλς (Μπραντ Πιτ) και ο γηραιότερος αλλά πιο έμπειρος και συγκροτημένος πνευματικά, ντετέκτιβ Σόμερσετ (Μόργκαν Φρίμαν). Αυτό το αστυνομικό δίπολο θα βρεθεί αντιμέτωπο με την οργή, ενός ψυχικά άρρωστου, ανθρώπου για την εξαχρείωση της ανθρώπινης φύσης που μέσω του μοτίβου των δολοφονιών του, θεωρεί πως παραδίδει την επουράνια τιμωρία στους αμαρτωλούς θνητούς.
Η μέθοδος των φόνων ωστόσο δεν είναι απλά η υπογραφή ενός κοινωνικά απόκληρου. Σύντομα οι δύο ντετέκτιβ, ειδικότερα ο ευφυής Σόμερσετ, θα αντιληφθούν πως αντιμετωπίζουν έναν συγκροτημένο αντίπαλο. Ο Τζον Ντο δεν είναι ακόμα ένας θρησκόληπτος εξτρεμιστής. Αυτός ο θεικός αγγελιοφόρος, νιώθει υπερβολική περηφάνια για το έργο του ώστε να αποτελεί μια απλή ακολουθία εγκλημάτων υπό ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα. Ο δολοφόνος τρέφεται από ένα έντονο μίσος ενάντια στη σύγχρονη αναισθησία των ανθρώπων. Θεωρεί πως είναι αδυναμία για το είδος να μένει στάσιμο και απαθές απέναντι στο χρόνο, απέναντι στη ζωή και προσπαθεί να αποδείξει πως αυτή η απάθεια αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα των ανθρώπων, πως δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από σάρκα και οστά και πως τα ίδια ελαττώματα που καταβάλλουν εμάς συνεχίζουν αδιάλειπτα στο χρονικό εξπρές να χτυπούν το ίδιο βίαια και τις επόμενες, εξίσουν αδύναμες, ανθρώπινες γενιές.
Οι ταινίες του Ντέιβιντ Φίντσερ κατακλύζονται από ένα εμμονικό φετίχ για την ανθρώπινη φαυλότητα. Έχει την σπάνια ικανότητα να ξελογιάζει το μάτι επαναπροσδιορίζοντας την ομορφιά του πλάνου χρησιμοποιώντας ωστόσο την ίδια παγιωμένη τακτική. Τα θεοσκότεινα δωμάτια που περιφέρονται οι πρωταγωνιστές, επιδιδόμενοι σε έναν ανελέητο κυνηγητό με το δολοφόνο τείνουν να φωτίζονται από, θαρρείς, επιτηδευμένες αχτίδες φωτός που φέρνουν μαζί τους κάποια διεστραμμένη ασχήμια. Μια ασχήμια που εικάζει πως η μοίρα της ήταν να μείνει καλυμμένη από την σκυθρωπή παλέτα χρωμάτων του Φίντσερ αλλά κεντράρεται στο κάδρο της κομψής φωτογραφίας του Ντάριους Κόντζι. Ένας κινηματογραφιστής που έχει αποκρυπτογραφήσει τον τρόπο να εκφράζει μεγαλοπρέπεια εκεί που οι άλλοι βλέπουν ένα τετριμένο και γκροτέσκο τοπίο.
Οι περισσότεροι απόγονοι του Se7en χάνονται σε μια θάλασσα συνάλλαξης ιδεών σε ότι αφορά το κεντρικό πρόσωπο του Κακού και αυτό αποτελεί παράσημο για τον Φίντσερ. Μας φανέρωνει πόσο άξιος κόπος ήταν τελικά ο ζήλος που επιδεικνύει ώστε να δημιουργήσει έναν ανηλεές και ταυτόχρονα γοητευτικό σύμπαν που μένει άφθαρτο στο κινηματογραφικό πάνθεον. Ένα σύμπαν μουσκεμένο από σκοτεινές παρορμήσεις και ακατανόμαστους πόθους που κοίτονται εντελώς επιδερμικά μέσα μας καθιστά τον Ντέιβιντ Φίντσερ, όχι άδικα, ως έναν άοκνο προστάτη της κινηματογραφικής αγνότητας και ομορφιάς και έναν συνεχή πόλο έλξης για καινούριους σκλάβους της χάρης του σινεμά. Ένα αληθινό αριστούργημα.