Η Ερωτική Επιθυμία μας ταξιδεύει στο Χονγκ Κονγκ του 1962. Εκεί ο Τσόου(Τονι Λεούνγκ) και η Σου(Μάγκι Τσεούνγκ) ζουν βίους παράλληλους. Σε αντικριστά διαμερίσματα που στριμώχνονται σε ένα ξέχειλο οικοδομικό συγκρότημα συναντώνται στους διαδρόμους ως «ο άνδρας της γειτόνισσας» και η «σύζυγος του γείτονα». Τα βλέμματα τους αποφεύγουν να ομολογήσουν μια αναπόδραστη αλήθεια όσο τυχαίες συγκυρίες τους φέρνουν στο ίδιο σημείο. Οι διάδρομοι της πολυκατοικίας, τα τοπικά εστιατόρια, τα βρεγμένα πεζοδρόμια είναι τα στέκια δυο συναισθηματικά φορτισμένων ψυχών που σαν πόλοι μαγνητών με ίδιο πρόσημο ματαίως πασχίζουν να ενωθούν. Ο Γουονγκ Καρ-βαι συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει με τους δυο πρωταγωνιστές του υφαίνοντας εν τη γενέση τόσο την ιστορία όσο και την ατμόσφαιρα της ταινία. Αυτό που προοριζόταν ως ένα πιο κλασικό ρομάντζο παράδοσης ψυχών σε συμβιβασμούς, πειρασμούς και επιθυμίες υψώθηκε πνευματικά και οι αρχικοί πνευματώδεις διάλογοι των δυο εραστών κατευναστήκαν από την τελική διακριτική γοητεία που πλανάται ανάμεσα τους.
Η αθέτηση των υποσχέσεων αγάπης, που τόσο πολεμούν να αποφύγουν, είναι η κόλλα που τελικά τους ενώνει όταν οι σύντροφοι τους συνάπτουν σχεδόν ειρωνικά οι ίδιοι έναν παράνομο δεσμό. Δεν υπάρχει συμβατικότητα στα συναισθήματα του Τσόου για τη Σου και αντίστροφα. Αντίθετα μια αναπάντεχη αλήθεια στα λόγια του πρώτου αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τον τόνο της ταινίας. “Feelings can creep up just like that”. Οι μονόλογοι απουσιάζουν, οι γεμάτες στόμφο εξομολογήσεις δε χωρούν σε μια ένωση που γεννήθηκε από τον ευτελισμό των συναισθημάτων που τις χαρακτηρίζουν γενικά. Μόνο μένουν να βιώνουν εγκεφαλικά τη σαρκική επαφή, να μοιράζονται τα λεπτά που διαρκεί ένα τσιγάρο σε μια τρομερή στιγμή συντροφικότητας αλλά παράλληλα απέραντης μοναξιάς.
Ο Christopher Doyle αιχμαλωτίζει υπέροχα στο κάδρο την καταπιεσμένη επιθυμία. Όσο οι δυο ήρωες τριγυρνούν στο ασφυκτικό Χονγκ Κονγκ παλέτες θερμών ή ψυχρών χρωμάτων πλημμυρίζουν τις φλεγόμενες φυσιογνωμίες τους. Από τα κατακόκκινα δωμάτια ως τα χλωμά κίτρινα φώτα των δρόμων του Χονγκ Κονγκ η σπίθα που θέλει να μετατραπεί σε πυρκαγιά παίρνει σάρκα και οστά. Τόσο η δυναμική της όσο και η, ανά διαστήματα, παραίτηση αποτυπώνονται στο ύφος της εικόνας. Μια αόρατη φυλακή σκιών περιορίζει τους αψεγάδιαστους εραστές. Το παρουσιαστικό τους βρίθει χαμένης αίγλης, μια αριστοκρατικότητα που χάθηκε στη μετάφραση. Όση στιβαρότητα αποπνέει ο συμμετρικός κόμπος της γραβάτας του Τσόου και όση λαμπρότητα γεννούν τα φλοράλ μοτίβα των ρούχων και η πριγκιπική κόμη της Σου άλλη τόση βουβή θλίψη χάνεται στο παρασκήνιο εκατέρωθεν.
Η αιώνια μούσα του Γουονγκ Καρ-Βάι, Μαγκι Τσεούνγκ, αποτελεί το κυριότερο σημείο αναφοράς ερμηνευτικά. Απλώνει το χέρι της και αγγίζει κάθε σκοτεινή γωνία της ψυχής του θεατή μεταφέροντας με τρόπο θαυμαστό το βαρυ φορτίο μιας καταπιεσμένης γυναίκας. Τα βραδυφλεγή συναισθήματα της θυμίζουν δυναμίτη που δεν εκρήγνυται ποτέ, μια φλόγα που προσπαθεί να φουντώσει υπό καταρρακτώδη βροχή καταδικασμένη σε ένα αναπόφευκτο φινάλε. Τη μεγαλειότητα της συμμερίζεται και ο Τονι Λεούνγκ που εκφράζει με το δικό του γοητευτικό τρόπο την εσωτερικότητα της θλίψης που βιώνει. Μάτια, χέρια και σώμα εναρμονίζονται ώστε να μαρτυρήσουν την πρόδηλη επιθυμία καθιστώντας τους ένα από τα θρυλικότερα ερωτικά δίδυμα στην ιστορία του σινεμά και μεις καιγόμαστε μαζί για όσο καίγονται τα τσιγάρα που τους προσφέρουν ένα πέπλο καπνού να κρύψουν έναν έρωτα από τα βιαστικά πλήθη που τον στριμώχνουν.
Το In the Mood for Love έθεσε νέες σταθερές στην απεικόνιση της χροιάς της ερωτικής επιθυμίας και της ειλικρίνειας του έρωτα. Κανένα δευτερόλεπτο του μιαμισάωρου που διαρκεί δεν ξοδεύεται ανεκμετάλλευτο και αποπροσανατολισμένο από αυτό το σκοπό. Κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα, κάθε εκατοστό που διανύουν για να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, κάθε παθιασμένη ερυθρόχρωμη λάμπα και κάθε ωχρό κίτρινο πεζοδρόμιο, κάθε απάγκιο από την μαινόμενη βροχή, κάθε φόρεμα της Σου και κάθε χτένισμα του Τσοου, κάθε βαθιά ανάσα όταν κρυφακούν τους τοίχους και κάθε κουβέντα που μοιράζονται σε ένα γεύμα υπηρετεί με μια ιερότητα το μήνυμα του σκηνοθέτη. Συχνά ξεχνάμε τις υπέροχες μεθόδους με τις οποίες επικοινωνούμε με τους γύρω μας λες και ο διάλογος είναι πια το μόνο αποκλειστικό μέσο και αυτό έρχεται να τονίσει ο Καρ-βαι. Ένα ποίημα για μια ανείπωτη αγάπη, ένα δριμύ κατηγορώ στις συμβάσεις που υποσυνείδητα καταπιέζουν αυτό που ουρλιάζει για να ελευθερωθεί. Αυτό είναι το In the Mood for Love, το σπουδαιότερο σημείο της φιλμογραφίας ενός ανθρώπου που υπηρετεί τα βάθη της ανθρώπινης υπόστασης με ρομαντικό ζήλο και αστείρευτη φαντασία.