Τις περισσότερες φορές που η συζήτηση επικεντρώνεται γύρω την οσκαρική δημιουργία του Ρόμπερτ Ζεμέκις, ανακαλώ το πόσο εξελίχθηκε και μεταμορφώθηκε η γνώμη μου για αυτή την ταινία. Θυμάμαι ως έφηβος να παρασύρομαι από τη γεμάτη αγάπη ιστορία του πάντα προσφιλούς Φόρεστ, ενός ανθρώπου με νοητική υστέρηση που χάρισε στον Τομ Χάνκς το δεύτερο αγαλματίδιο της καριέρας του. Συχνά έχω αναρωτηθεί, σχεδόν ενοχικά, γιατί αντιλήφθηκα ότι τελικά δε μου αρέσει το Φόρεστ Γκαμπ, γιατί δε μπορώ να βιώσω τη μαγεία που συνεπήρε εκατομμύρια θεατές κατά την προβολή του όσες φορές και να την παρακολούθησα μεγαλώνοντας είτε σκόπιμα είτε χαζεύοντας στην τηλεόραση. Η θέση μου για τον Φόρεστ δεν μπορούσε να επιστρέψει στην εφηβική πρώτη εμπειρία.
Η οδύσσεια του Φόρεστ ξεκινά από το οικοτροφείο στο οποίο γεννήθηκε και υιοθετήθηκε έπειτα από μια γυναίκα που έβαλε τη δική της ζωή σε δεύτερη μοίρα για να τον προστατέψει από την εμπάθεια του κόσμου. Διόρθωσε τα παραμορφωμένα πόδια του μικρού που αποτελούσαν την κύρια αιτία, μαζί με το χαμηλό δείκτη νοημοσύνης του, εκφοβισμού από τα παιδιά της τοπικής κοινωνίας και τα μετέτρεψε σε αληθινά φτερά. Η ζωή του Φόρεστ, από εκείνο το σημείο απογειώθηκε και βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε κάθε αξιοσημείωτη στιγμή της Αμερικανικής Ιστορίας. Από το κίνημα της αντικουλτούρας των χίπις το οποίο βιώνουμε “ελαφρά την καρδία” μέσα από τον έρωτα του για την Τζένι ως το σκάνδαλο του Γούοτεργκειτ και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ο Φόρεστ σχεδόν απλοικά διηγείται την εξέλιξη των πεπραγμένων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή είναι και η αφετηρία των προβλημάτων ενός ανθρώπου που η πνευματική του αφέλεια να επικεντρωθεί στην δημιουργία κοινού βίου με μια γυναίκα, σημαδεμένη από μια βίαιη πατριαρχική φιγούρα, που αντιστέκεται σε όλη της τη ζωή απέναντι στην πατριαρχία δε τον εμπόδισε από το να ζήσει ίσως την πιο πλήρη από εμπειρίες ζωή που έχουμε δει στον κινηματογράφο.
Το θεμελιώδες πρόβλημα με τον Φόρεστ, που δεν θίγεται συχνά αλλά είναι εκεί σε κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας, είναι ο κομφορμισμός που τον διακατέχει. Η άδολη νοοτροπία του και η άγνοια για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας που τον περιβάλλει, κάτι που του εμφύσησε η μητέρα του, τον οδηγεί στο τέλειο παράδειγμα ενός ανθρώπου που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και στον τρόπο συμπεριφοράς, της κοινωνίας στην οποία ανήκει, ακόμα και αν, εμφανώς, δε τον εκφράζουν. Εμπλέκεται συνεχώς σε περίπλοκες συνθήκες και καταστάσεις προκειμένου να ακολουθήσει το μπούσουλα της πλειοψηφίας. Πράττει ως ένα πιόνι, ως μια ατραξιόν, πειθήνια σε ότι του ζητείται, όταν του ζητείται και αυτό τον αναγάγει σε μια παγκόσμια αξιαγάπητη καρικατούρα. Η στάση του αυτή εντοπίζεται εντονότερα στο δίπολο που δημιουργείται με τον υπολοχαγό Νταν, έναν άνθρωπο ασυμβίβαστο που συνέχισε τον δικό του προσωπικό πόλεμο μετά από τη συμμετοχή του στο Βιετνάμ. Όσο ο Φόρεστ κουνούσε καταφατικά το κεφάλι στις προσταγές του κόσμου και προσαρμοζόταν όλο και περισσότερο σε αυτές, ο υπολοχαγός Νταν υπερασπίζεται τον εαυτό του και αυτό τον οδηγεί στο περιθώριο, στην εξαθλίωση, στην επουράνια τιμωρία που πέφτει στα κεφάλια όσων λοξοδρομούν.
Στο μυαλό μου ο Φόρεστ Γκαμπ είναι μια ταινία που δημιουργήθηκε έχοντας ως κύριο μέλημα τη βράβευση. Και τα κατάφερε. Όσο και αν μπορώ να δεχτώ την δογματική απεικόνιση ιστορικών συγκυριών μέσα από την πολύ συγκεκριμένη ματιά του Φόρεστ, πάντα μέσα μου θα με ενοχλεί ο τρόπος που η ταινία στέκεται απέναντι στην ιστορική συνέπεια. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν που βρίσκει ικανοποιητική την στάση αυτή όμως για εμένα δεν άρμοζε στο γενικότερο ιστορικό όλον μιας χώρας (και κάθε χώρας). Ο εξαιρετικός Τομ Χανκς ωστόσο, παραδίδει στο έπακρο μια ερμηνεία θεόρατη. Δεν είναι διόλου εύκολο να μεταφέρεις στην οθόνη ένα τέτοιο ρόλο. Στο βλέμμα του Τομ Χανκς καθρεφτίζεται η ψυχή του Φόρεστ, ενός ανθρώπου που από οταν ξεκίνησε να τρέχει ως παιδί δε σταμάτησε ποτέ. Εκείνο το αυθόρμητο παιδικό σπριντ για να ξεφύγει από το bullying των κακόβουλων συνομίλικων του έγινε στάση ζωής. Ο Χανκς υψώνει υπέροχα στους ώμους του μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, που όσο και να διαφωνείς μαζί της είναι υπαρκτή σε κάθε κάδρο της ταινίας. Ένας άνθρωπος που μεταφέρει τις γονικές αρχές με τρομερή συνέπεια και αφοσίωση δεν έχει χρόνο να σταματήσει και να επεξεργαστεί σε δεύτερο χρόνο τα τεκταινόμενα μιας στρυφνής και σύνθετης κοινωνίας και αυτό τελικά είναι το βασικό αβαντάζ του απέναντι στα χτυπήματα της μοίρας.
Απεχθάνομαι να μιλώ με κακεντρέχεια για τη δουλειά κάποιου ανθρώπου αλλά ειλικρινά εύχομαι να μου άρεσε ο Φόρεστ Γκάμπ. Προσπάθησα να το δω αλλιώς και πάντα κλίνω είτε σε μια μέτρια στάση είτε στη “χτυπητή” δυσαρέσκεια για μια δημιουργία που τελικά τοποθέτησε τόσο τον Ρόμπερτ Ζεμέκις, όσο και τον Χανκς, σε εξέχουσες θέσεις στο κινηματογραφικό πάνθεον. Ο Φόρεστ Γκαμπ όμως δεν είναι μια κακή ταινία και θέλω να το ξεκαθαρίσω, δεν είναι καν μια μέτρια ταινία. Σε προσωπικό επίπεδο όμως είναι μια ταινία που δεν απολαμβάνω και αδιαπραγμάτευτα όχι καλύτερη ταινία από τα Pulp Fiction και Shawshank Redemption, τα οποία και άφησε πίσω στην κατηγορία Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας της 67ης Απονομής το 1994.