We're about to make film history, right here... on videotape.
Ο Έντι Άνταμς είναι ένας υπέρμετρα φιλόδοξος νέος που προσπαθεί να πιάσει την καλή τη δεκαετία του '70 στις ΗΠΑ. Επιλέγει να απομακρύνεται αρκετά από το σπίτι του σε καθημερινή βάση, εργαζόμενος ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα φανταχτερό νυχτερινό κλαμπ της διπλανής πόλης, πασχίζοντας, ακόμα και προσφέροντας επί χρήμασι υπηρεσίες, να μπει στο μάτι ενός εκ των διάσημων θαμώνων του καταστήματος. Ο ιδεαλιστής παραγωγός πορνογραφικών ταινιών, Τζακ Χόρνερ, βασικός αρωγός της άνθησης της βιομηχανίας εκείνη τη δεκαετία στην Αμερική, βλέπει στο πρόσωπο, και κυρίως στον καβάλο, του Έντι τον επόμενο αστέρα των βιτσιόζικων δημιουργιών του και έτσι γεννιέται ο Ντιρκ Ντίγκλερ και ταυτόχρονα η πιο επική sophomore δημιουργία που έχει υπάρξει εδώ και πολλά χρόνια.
Με την πιθανότητα να ακουστεί εξωφρενικό και παράλογο, δηλώνουμε ευθαρσώς πως οι “Ξέφρενες Νύχτες” του Πολ Τόμας Άντερσον είναι μια ταινία ωδή στο θεσμό της οικογένειας. Με αυτό εννοούμε την ευρύτερη έννοια του όρου που ξεπερνά τους δεσμούς αίματος μεταξύ των μελών της. Οικογένεια για κάποιον μπορεί να είναι το εργασιακό του περιβάλλον, τα μέρη που διασκεδάζει, η παρέα του και η λίστα δεν έχει τέλος. Για τον Έντι, ή Ντιρκ, οικογένεια είναι το όραμα που του προσφέρει ο έκλυτος υπηρέτης της πορνογραφίας Τζακ. Σε αυτό τον κολοσσιαίο και φιλόδοξο μα ταυτόχρονα λευκό καμβά που αποτελεί μέχρι πρότινος η βιομηχανία του σεξ στις ΗΠΑ, θέτουν νέους τολμηρούς στόχους ώστε να πετύχουν μια πιο καλλιτεχνική σκοπιά. Αυτή η οικογένεια όμως δεν φιλοτεχνείται στις γνώριμες ηθικές αξίες που γνωρίζουμε λίγο πολύ οι περισσότεροι. Βία, ναρκωτικά και εναλασσόμενα ιδεώδη συνθέτουν τον σκελετό πάνω στον οποίο βασίζονται οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες.
Έχοντας ξεκινήσει εντελώς ανάποδα την εισαγωγή μου στην φιλμογραφία του Άντερσον, το Boogie Nights με ανάγκασε να θαυμάσω ευλαβικά έναν σπουδαίο εν ενεργεία σκηνοθέτη. Ίσως στο βάθρο των σπουδαιότερων αλλά αυτό δεν τίθεται για ανάλυση επί του παρόντος. Παρακολουθώντας εντούτις φιλμικά τοτέμ όπως το There Will Be Blood και το The Master, οι προσδοκίες για μια τόσο φινιρισμένη προσπάθεια εν συγκρίσει με το ντεμπούτο του, Hard Eight, είναι οι ελάχιστες δυνατές. Οι Ξέφρενες Νύχτες βρίθουν ενθουσιασμού και κατακλύζουν το θεατή με ευφορία, όντας μια ταινία ζωντανή που θαρρείς συντίθεται εκείνη τη στιγμή. Ενδεχομένως αυτό και να είναι το σημαντικότερο όπλο μιας γεμάτης σκηνοθετικής φαρέτρας, αυτή η ξέπνοη χαρά που εγκαθίσταται στο θεατή, προερχόμενη από μια θεματολογία, όπως η πορνογραφική βιομηχανία, που με μια πρώτη ματιά γεννά αμφιβολίες σχετικά με το αν μπορεί να πλάσει ένα τέτοιο συναίσθημα. Μολαταύτα καταλήγει να εφαρμόζει νέους κινηματογραφικούς πήχες απέναντι σε ταινίες που φιλοδοξούν σε μια συναισθηματική ανάταση του θεατή. Ο Άντερσον αποφεύγει μαεστρικά κάθε εμπόδιο που θα κάνει ένα τέτοιο σενάριο να σκοντάψει, ισορροπεί υπέροχα ένα αμφιλεγόμενο περιεχόμενο και δε του επιτρέπει να περιπλανηθεί άσκοπα σε μια αχανή θεματική. Το Boogie Nights είναι μια εξαιρετικά καλοζυγισμένη δημιουργία.
Η συχνή τάση του Άντερσον να παραπέμπει στο φιλμικό σύμπαν του Άλτμαν είναι και πάλι παρούσα. Αυτό δεν αποτελεί κανόνα του σκηνοθέτη ωστόσο, ούτε περιορίζει την δημιουργία του από το να αναπτύξει τη δική της φιλοσοφία. Οι καλπάζοντες χαρακτήρες του Άντερσον είναι γεμάτοι ζωηρή γλαφυρότητα καθώς διηγούμαστε αυτή την υπερβατική ιστορία περί σωματικής, ηθικής, πνευματικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης πριν βαθμιαία ο δημιουργός της στρέψει το βλέμμα του και στον αντίποδα της φανταχτερής αυτής ζωής. Η κάμερα τοποθετείται στην πλάτη των ηρώων, δίνοντας την εντύπωση πως είμαστε κάποιοι κομπάρσοι στις ταινίες που γυρίζουν και ο θεατής ακολουθεί σε ένα ατελείωτο ρυθμό. Πριν προλάβει να γίνει μονότονο όμως κάτι τέτοιο ο φακός κινείται ανεξέλεγκτος σε μια ηδονοβλεψιακή τροχία απόλυτα ταιριαστή με όλη την ιστορία σμιλεύοντας ένα στυλ που μεσουρανεί 23 χρόνια μετά χωρίς κανείς να το έχει ξεπεράσει ακόμα.
Τα κινηματογραφικά ύψη που έθεσε το Boogie Nights ανάγκασαν ανθρώπους όπως ο Σίντνει Πόλακ να δηλώσουν μετανιωμένοι που απέρριψαν ένα ρόλο στην ταινία. Προς υπεράσπιση τέτοιων δηλώσεων ωστόσο, αποτελεί κάτι το εντελώς αναπάντεχο να κεντήσεις ένα σενάριο σαν και αυτό με μια οπτασία χρωμάτων, φωτός, μουσικής και συναισθημάτων. Η φωτογραφία του Ρόμπερτ Έλσβιτ που έχει βάλει την υπογραφή του σε οπτικά αριστουργήματα όπως το There Will Be Blood, το Magnolia, το Inherent Vice και το Nightcrawler είναι απόλυτα μαγευτική δίνοντας παράλληλά, όπως μαρτυρούν οι παραπάνω κινηματογραφικοί τίτλοι πλην του τελευταίου, το έναυσμα μιας πολυετούς και επιτυχημένης συνεργασίας μεταξύ των δύο. Το θαυματουργό μάτι του Έλσβιτ αποδίδει τα μέγιστα ώστε ο θεατής να συστηθεί με ένα σαγηνευτικό έργο που οι εικόνες του μοιάζουν σαν να μετρήθηκαν από τον πιο επιδέξιο ράφτη χωρίς να αποτελεί κριτήριο το γεγονός ότι θα εμπεριέχονται σε αυτές εργαζόμενοι στην βιομηχανία του πορνό.
Και ποιοι θα υποδύονταν αυτούς τους τύπους; Ας απαριθμήσουμε μερικά μόνο από τα ονόματα ενός υπέρλαμπρου, επίλεκτου κάστ: Μπαρτ Ρέινολτς, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Τζούλιαν Μουρ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ουίλιαμ Μέισι, Τζον Ρέιλι, Ντον Τσιντλ, Άλφρεντ Μολίνα. Ένα ιλιγγιώδες καστ που οδηγεί στο αυτονόητο: κάθε ρόλος, κάθε χαρακτήρας και κάθε γραμμή στο σενάριο του Άντερσον αποδίδονται, θεωρώ, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια παραμένωντας πιστά στο όραμα του σκηνοθέτη, στο μέγιστο βαθμό. Έτσι ο θεατής επενδύει σε ιστορίες ανθρώπων που υπό διαφορετικές συνθήκες θα περνούσαν απαρατήρητοι αλλά η αποφασιστικότητα και ο επαγγελματισμός των ηθοποιών που επιλέχθηκαν εδώ δεν επιτρέπουν έναν παρόμοιο ευτελισμό. Δεν μπαίνουν στο πετσί του ρόλου, αλλά μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά στο χαρακτήρα που έχει γραφτεί για εκείνους δίνοντας ανεξαιρέτως αψεγάδιαστες ερμηνείες σε ένα αποτέλεσμα που έχει ίδια συχνότητα με την ευθυγράμμιση πλανητών στο γαλαξία. Τόσο αναπάντεχα σπάνιο μα και όμορφο όταν το πετυχαίνεις.
Κάθε φορά που η κουβέντα γυρίζει γύρω από τις Ξέφρενες Νύχτες απορώ σχεδόν εξαγριωμένος για το πως κατάφερε ο Άντερσον πριν κλείσει καλά καλά τρεις δεκαετίες εν ζωή να συνθέσει ένα τέτοιο πολυσχιδές κινηματογραφικό κάδρο, ένα μαεστρικά στυλιζαρισμένο θρίαμβο έναντι των πιο art-house δημιουργιών. Αυτό το θαυμάσιο μείγμα ρυθμικών, σχεδόν αδιάκοπων, ήχων και εικόνων φιλοδοξεί να γίνει η αγαπημένη σου ταινία μετά το πέρας των 2,5 ωρών της. Ακούγεται παράδοξο πως μπορεί να διογκωθεί χρονικά σε αυτό το βαθμό αλλά αποτελεί μια δημιουργία συμπαγή, δίχως ανούσια στοιχεία που εξυπηρετούν υπό άλλες συνθήκες ένα φλύαρο σενάριο. Οι Νύχτες του Άντερσον είναι αψεγάδιαστα σκηνοθετημένες, ντουμπλαρισμένες με αληθινούς διαλόγους από πορνογραφικές ταινίες για το αληθοφανές της υπόθεσης, ξέφρενα εκτυλισσόμενες και σφυρηλατημένες σε λυρικές παρασκηνιακές ιστορίες που επικεντρώνονται κυρίως γύρω από την κόντρα του “πολύ” Μπαρτ Ρέινολντς με έναν 26χρονο sophomore σκηνοθέτη που τον διέταζε να υπακούσει το όραμα του, κάτι που κορυφώθηκε μέχρι και με χειροδικίες. Αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ειλικρινά παραιτούμαστε.