Πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει ένα ψέμα;
Στις 13 Μαρτίου 1995 Λαρς φον Τρίερ και Τόμας Βίντεμπεργκ υπογράφουν και ανακοινώνουν τους κανόνες του κινήματος “Δόγμα 95” με το οποίο θα επιχειρούσαν τα επόμενα χρόνια μια προσέγγιση αποκατάστασης των αρχών που διέπουν το σκηνοθέτη ως καλλιτέχνη. Δημιουργίες που περιστρέφονται γύρω από τις παραδοσιακές αρχές αφήγησης, ηθοποιίας και θεματολογίας μακριά από τους πακτωλούς που διέθεταν τα μεγάλα στούντιο παραγωγής στο βωμό των ειδικών εφέ και της χρήσης τεχνολογίας. Και εκεί που η ρομαντική αυτή προσέγγιση έδειχνει νικημένη από τον Γολιάθ που αντιμετώπιζε ο Τόμας Βίντεμπεργκ έρχεται με το The Hunt, ένα ισχυρό και συναισθηματικά απομυζητικό δράμα που με το σκυθρωπό ύφος μιας ιστορίας κοινωνικού τρόμου και ηθικών προκαταλήψεων γρονθοκοπά με το καλημέρα το θεατή.
Σημαιοφόρος αυτής της προβοκατόρικης σπουδής γύρω από την επικριτικότητα των ανθρώπων είναι ο πρωταγωνιστής Μαντς Μίκκελσεν. Όσο τα Χριστούγεννα πλησιάζουν σε μια επαρχιακή δανέζικη πόλη η ταινία μας αφηγείται την ιστορία του Λούκας, ενός ανθρώπου στο μεταίχμιο της μέσης ηλικίας που εργάζεται στον τοπικό παιδικό σταθμό, χαίρει θαυμασμού από τα μέλη της κοινότητας και κυρίως τα παιδιά όσο ο ίδιος επιστρέφει την αγάπη στους συμπολίτες του. Ως άνθρωπος ωστόσο σκαρφαλώνει σιωπηρά το δικό του Γολγοθά, όντας χωρισμένος με τη γυναίκα του και πατέρας ενός παιδιού που κινδυνεύει να βλέπει όλο και λιγότερο. Η εκκωφαντική σιωπή της ερμηνείας του Μίκκελσεν ώστε να αποδόσει στον υπέρτατο βαθμό το βάσανο ενός τέτοιου ανθρώπου σε κερδίζει από τα πρώτα λεπτά της ταινίας.
Ο Λούκας αποκαθιστά σταδιακά τη σχέση του με τον γιο του, αποτελεί ένα πρότυπο μέλος της κοινωνίας, αγαπά το σκύλο του ως ότου όλα ανατραπούν. Ένα αθώο ψέμα εξαπλώνεται σαν μαινόμενη, εκτός ελέγχου, πυρκαγιά ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημιές στον ίδιο τον Λούκας αλλά και σε ότι αγαπά. Με μια ξεκάθαρη και πανέμορφη σκηνοθετική πρόθεση, ο Βίντεμπεργκ δεν έστιαζει στο πως ο πρωταγωνιστής του θα αποδείξει την αθωότητα του. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας, τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιζόταν μια ανάλογη περίπτωση στα ελληνικά δεδομένα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια μάλλον όχι και τόσο προοδευτική κοινότητα γεμάτη μανδαρινούς, τυπολάτρες ανθρώπους έτοιμους να δράσουν στερεοτυπικά με την πρώτη ευκαιρία. Η σκηνοθετική ματιά εκθειάζει το πως ο Λούκας διαχειρίζεται την απομόνωση και την εχθρότητα που απορρέουν από την επιλογή των περισσότερων γύρω του να τους διακατείχε ένα πνεύμα ανοησίας προερχόμενο από την ευαισθησία τους απέναντι στην αθωότητα ενός παιδιού.
Στην αντίπερα όχθη ωστόσο πως είναι δυνατόν να αμφισβητήσεις το λόγο ενός αθώου πλάσματος; Πόσο πιθανό είναι να συνδέσεις λογικά στο νου σου γεγονότα και να καταλήξεις πως ένα παιδί ψεύδεται σχετικά με μια απεχθή πράξη; Και εκεί κρύβεται το ισχυρότερο σημείο της ταινίας. Ο Βίντεμπεργκ δεν φοβάται να θέσει στο κοινό τα δυσκολότερα των ερωτημάτων και παράλληλα να δώσει και τις απαντήσεις. Μας φανερώνει πως τα παιδιά είναι πράγματι ικανά για το απίστευτο, όπως ένα αποκορυστικό ψέμα, έχοντας παράλληλα πλήρη άγνοια των συνεπειών που θα επιφέρει κάτι τέτοιο. Πως μια λογική σύνδεση εικόνων και πληροφοριών στο παιδικό μυαλό μπορεί να θρυμματίσει την ζωή και τη φήμη ενός ανθρώπου ανεπανόρθωτα και πως η κοινωνία δυστυχώς πάντα θα ενστερνίζεται τη δική της παγιωμένη αλήθεια δίχως να κυνηγήσει δευτερόλεπτο την αναζήτηση αποδείξεων.
Τα παιδιά δε λένε ψέματα.
Σε γενικότερη κλίμακα, το The Hunt αποτελεί με σάρκα και οστά το σινεμά που αγαπήσαμε και αγαπάμε. Μαεστρική σκηνοθεσία, περίτεχνο σενάριο και στιλπνή φωτογραφία ντυμένα με μια ήρεμη μουσική επένδυση και ομαλό μοντάζ λες και καθρεφτίζουν την ψυχή του πρωταγωνιστή σε κάθε καρέ. Μια εκ των κορυφαίων δημιουργιών της Δανίας υπόσχεται να σφίξει ασφυκτικά την ψυχή του θεατή σε μια μάταιη αναζήτηση λύτρωσης όσο ταυτίζεται ο ίδιος με τη δυσχέρεια στην οποία βρίσκεται ο Λούκας. Το κυνήγι του αν τελικά ο ίδιος επιστρέφει πνευματικά και συναισθηματικά από την τραγική κατάσταση που βιώνει είναι εκατό φορές πιο τρομακτικό από κάθε ταινία τρόμου που θα επιλέξεις να δεις.