Επιστροφή στις αίθουσες λοιπόν, με μια ,ομολογουμένως, διχαστική ταινία από τον μεγάλο σκηνοθέτη Christopher Nolan. Ο Nolan , μετά την πολύ ωραία Δουνκέρκη, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη των mind bending ταινιών δράσης με το πολυαναμενόμενο Tenet. Η ταινία έλαβε μοιρασμένες κριτικές. Από το τα 2 στα 5 αστέρια της Guardian και την κακή κριτική από το Vulture του New York Magazine, μέχρι τα κατοστάρια της Telegraph, το παλίνδρομο Tenet είναι μια ταινία που μάλλον θα συζητήσεις με το που βγεις από την αίθουσα.

Στο γενικό πλαίσιο του σεναρίου το έργο δεν ξεφεύγει από τα ήδη αναμασημένα σχήματα. Κακός Ρώσος θέλει να καταστρέψει τον κόσμο με τους καλούς δυτικούς να προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Το σύμπαν της ταινίας είναι αναμφισβήτητα «Νολανικό» με την αισθητική υπογραφή του δημιουργού να ξεχειλίζει σε όλες τις πτυχές του θεάματος, από τις χορογραφίες των σκηνών δράσης, μέχρι τα αντρικά κοστούμια των πρωταγωνιστών (this guy knows his suits).  

    Ας δούμε όμως την ουσία. Ο πρωταγωνιστής, John David Washington,  (χωρίς να ονομάζεται στη ταινία) μαθαίνει πως υπάρχουν αντικείμενα τα οποία μπορούν να αντιστρέψουν την εντροπία τους με αποτέλεσμα να μπορούν να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο. Ο Ρώσος έμπορος όπλων, Σατόι, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτή την τεχνολογία από το μέλλον για να καταστρέψει τον κόσμο. Κάπου εδώ όμως σταματάνε τα μονοσήμαντα γεγονότα και ξεκινά μια δυσνόητη σειρά μετακινήσεων στο χωροχρόνο βασισμένη πάνω στην ελλιπώς επεξηγημένη τεχνολογική ανακάλυψη. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με κακούς διαλόγους και καθόλου δομημένους χαρακτήρες ενώ βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω σε σχέση με αυτό που βλέπει στην οθόνη.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και επιμονή τουλάχιστον για τα πρώτα 90 λεπτά της ταινίας ώστε να προσπαθήσει να καταλάβει τι γίνεται, χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα. Ο Nolan, ως αρκετά αυτάρεσκος σκηνοθέτης, δηλώνει μέσω της επιστήμονος απευθυνόμενη στον πρωταγωνιστή να «μην προσπαθείς να καταλάβεις» πρέπει να νιώσεις, έτσι κι εμείς ξεπερνάμε τα λογικά κενά και προσπαθούμε να νιώσουμε, όμως η ψυχή της ταινίας δεν είναι εκεί.

    Ο Christopher Nolan δημιουργεί ένα έργο το οποίο τεχνικά είναι εξαιρετικό, με δυνατές σκηνές δράσεις και πλάνα του επιπέδου του. Όμως αν βγάλουμε την φόρμα της ταινίας, μένουμε με ένα σενάριο που βασίζεται πάνω σε ένα –μάλλον ηθελημένα- δυσνόητο τρικ με ρηχούς στερεοτυπικούς χαρακτήρες. Εξαίρεση σε όλα αυτά είναι η πολύ δυνατή μουσική επένδυση και ο β’ ανδρικός ρόλος του Νιλ, από τον Robert Pattison, ο οποίος κλέβει την παράσταση με μια εξαιρετική ερμηνεία η οποία επισκιάζει εύκολα τον άνευρο πρωταγωνιστή.

    Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα αλλά με μια επίδειξη του σκηνοθέτη πάνω στη κινηματογραφική φόρμα του, με αποκορύφωμα τις τελευταίες σκηνές δράσης που είναι πραγματικά απολαυστικές. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να ζητά την απόλυτη προσοχή και προσπάθεια του θεατή χωρίς όμως να έχει κερδίσει τίποτα από τα δυο καθώς το νοηματικό υπόβαθρο, εάν και προσπαθεί να κάνει ένα comeback στις καταληκτικές σκηνές, μένει οριοθετημένο και παραγκωνισμένο. Να πάτε να την δείτε; Να πάτε…να μας πείτε και εμάς τι έγινε.