O τίτλος Good Time αποτελεί αργκό της φυλακής και αναφέρεται στη μείωση της ποινής ενός κρατούμενου που διατηρεί καλή διαγωγή. Αυτό αποτελεί και το ανέκδοτο παρασκήνιο της ζωής του κεντρικού πρωταγωνιστή, που υποδύεται ο Ρόμπερτ Πάτινσον, σύμφωνα με τους σκηνοθέτες. Ο Connie φέρεται σωστά και έξυπνα, αποφυλακίζεται νωρίτερα και εμείς παρακολουθούμε πως επιλέγει να ξοδέψει την ελεύθερη ζωή του. Ο όρος όμως περιορίζεται στο χρονικό διάστημα έκτισης της ποινής καθώς οι δυσκολίες επανένταξης ενός ατόμου, ίσως και η ίδια του η ιδιοσυγκρασία, δεν προδικάζουν κάποιο ‘good time’.
Η ταινία είναι χωρισμένη σε δύο κεντρικά σκέλη. Αρχίζοντας να ξετυλίσσουμε το κουβάρι αυτού του ποιήματος γραμμένου σε νέον γράμματα, συστηνόμαστε με τα αδέρφια Νίκας. Ο Κόνι, ένας απατεώνας και μικροεγκληματίας, παροτρύνεται στη ζωή του από δύο βασικά κίνητρα: την αγάπη του για τον αδερφό του Νικ και το πάθος του για τα χρήματα. Ο Κόνι πράττει σύμφωνα με ότι θεωρεί εκείνος πως οφελούν τον αδερφό του Νικ, ο οποίος πάσχει από κάποιου είδους νοητική υστέρηση, την οποία δε γνωρίζουμε όμως εμφανώς τον επηρεάζει πνευματικά. Μη μπορώντας ο Νικ να ελέγξει τον εαυτό του και να αποτελέσει το αφεντικό της ίδιας του της ζωής παραδίδεται στα χειριστικά χέρια του αδερφού του, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για να ικανοποίησει την ανάγκη του για γρήγορα λεφτά. Και εκεί κάπου πυροδοτείται το φυτίλι μιας ξέφρενης πορείας στο νεοϋορκέζικο υπόκοσμο.
Ο Κόνι αποτελεί την προσωποποίηση της φαουστικής συμφωνίας. Εκτελεί μια ληστεία, μαζί με τον αδερφό του, στην εντέλεια καταφέρνοντας να καλύψει τις αδυναμίες του Νικ στο έπακρο παρασυρμένος από την απελπισία του για τους δύο άξονες που καθορίζουν τη ζωή του και τους αναφέραμε νωρίτερα. Στο μυαλό του, ζει για να φροντίζει τον αδερφό του, χαμένος σε μια παραίσθηση πως αποτελεί την καλύτερη δυνατή επιλογή επιμέλειας για εκείνον. Όλα όμως γρήγορα χάνονται σε μια σημειολογική δίνη. Το θολό μυαλό του Κόνι και το άρρωστο μυαλό του Νικ τους οδηγούν σε μια λανθασμένη ληστεία που καταλήγει σε ένα κυνηγητό χωρίς διαφυγή. Οι δυο τους όντας ερασιτέχνες στον συγκεκριμένο τομέα αδυνατούν να γνωρίζουν την σωστή διαχείριση μιας παρόμοιας κατάστασης. Τα πάντα αλλοιώνονται και εν τέλει τα χρήματα που θα οδηγούσαν τα αδέρφια σε καλύτερες μέρες τώρα παίζουν το ρόλο του μοχλού αποφυγής του χειρότερου δυνατού σεναρίου.
Υπό τους ήχους του παραληρηματικού soundtrack του Ντάνιελ Λόπατιν, ή Oneohtrix Point Never, ο Κόνι, παραδομένο έρμαιο πια στις προσταγές του χρήματος, τρέχει τη νύχτα σαν ένας παράξενος ψυχοπαθής. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον αποτάσσει από τους ώμους του και το τελευταίο ψείγμα του έφηβου αγοριού-βαμπίρ που τον βάραινε από την παρουσία του στην τριλογία του Twilight και φανερώνει τις ικανότητες του να αποτελέσει έναν εκ των κορυφαίων ηθοποιών της γενιάς του, παραδίδοντας μια αλάθευτη ερμηνεία ενός χαρακτήρα που οφείλει με την παρουσία και τις αποφάσεις του να καθορίσει το ρυθμό της ταινίας και γνωρίζουμε πως το να αποτελείς ερμηνευτικό βαρόμετρο δεν αποτελεί και την πιο εύκολη δουλειά.
Πριν καταλήξουμε σε συμπέρασμα, ειδική μνεία οφείλει να δοθεί στους αδερφούς Σαφντί για την χρήση της τεχνικής του Μαγκάφιν(MacGuffin) που παίζει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Παρατηρούμε πως ενώ δε γνωρίζουμε ουσιαστικά τίποτα για κάθε έναν από τους χαρακτήρες που εμφανίζονται, η ταινία μπαίνει ξαφνικά στο τρυπάκι να φυλαρίσει με ένα φρενήρη μονόλογο για το πως ο Ρέι καταλήγει να έχει μια εφαπτόμενη πορεία με εκείνη του Κόνι. Ένα μπουκάλι αναψυκτικού γεμάτο με ουσία αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων θα αποτελέσει την έριδα μεταξύ των δύο τους και θα αποκτήσει αξιοσημείωτη σημασία για την υπόθεση πριν καταλήξει ξεχασμένο όταν πλέον είναι ανώφελη η όποια χρήση του. Εκεί ακριβώς με έναν γκρο-πλαν στο μπουκάλι ο σκηνοθέτης αποφορτίζει το κοινό, διακόπτει την ψυχεδελική ατμόσφαιρα και υπογράφει σιγά σιγά ένα συγκινητικό επίλογο.
Το Good Time δεν εστιάζει στα προσωπικά βάσανα και το ενδεχόμενο τραγικό παρελθόν των χαρακτήρων του. Πρόκειται για μια ταινία βασισμένη σε έναν αυτοσχεδιαστικό αγώνα για την επιβίωση, ένα ντόμινο κακών αποφάσεων που οδηγεί σε ένα σιωπηλό μα βροντερό φινάλε, ισοσταθμίζοντας την τύχη που άξιζε ενδεχομένως στους πρωταγωνιστές.