Ρίχνοντας μια ματιά στην προφορική παράδοση των τεχνών ιστορικά βγαίνει ένα εύκολο συμπέρασμα. Οι άνθρωποι αρέσκονται να ακούν και να διαβάζουν ιστορίες. Με τον πιο απλό τρόπο, αρκεί μόνο ένα μεστό καθοδηγούμενο από μια ενδιαφέρουσα ιστορία κείμενο για να συναρπάσει το νου. Δεν χρειάζονται τα οπτικά ερεθίσματα τόσο, δεν ζητούν την αλληγορία στις λέξεις. Απλώς μια καλή ιστορία. Για να το κατανοήσει αυτό κάποιος, μπορεί να κάνει ένα πολύ απλό πείραμα όπως το να αναζητήσει στον περίγυρο του πόσοι άνθρωποι έλκονται από την μυθιστορηματική λογοτεχνία και πόσοι ας πούμε από την ποίηση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και για άλλα μέσα έκφρασης όπως ο κινηματογράφος. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά εδώ και έγκειται στην οπτικοακουστική φύση του μέσου και στην ιδιαίτερη δυναμική της να “καπελώσει” την πλοκή.
Το 1986, εκδόθηκε στη Γερμανία το θρυλικό βιβλίο Sculpting in Time του μεγάλου Andrei Tarkovsky. Στο Sculpting in Time ο Ρώσος σκηνοθέτης επιχειρεί μια εκ βαθέων διευκρύνηση της φύσης των ταινιών του προς το κοινό του. Παρακάτω έχω απομονώσει ένα δοκίμιο από το βιβλίο που αναλύει τη θέση του Tarkovsky πάνω στο ζήτημα:
Στην ουσία, απλώς τα μεγάλα κεφάλια των στούντιο παραγωγής ανακατεύτηκαν και απεφάνθηκαν πως το κέρδος θα είναι ο ύψιστος σκοπός και παρήγαγαν κατά κόρον λογοτεχνικές διασκευές και καινοτόμα σενάρια που πουλούσαν με το κιλό. Η φράση περί φιλισταίων και ακαλλιέργητου ενδιαφέροντος μπορεί να είναι γεμάτη από τον ελιτισμό του Andrei Tarkovsky όμως δε κάνει λάθος λέγοντας η πρόοδος του κινηματογράφου, σαν τέχνη, επισπεύφθηκε από το μαζικό κοινό εξαιτίας του κεφαλαίου που ήταν αναγκαίο για την δημιουργία ταινιών, ειδικά όταν μιλάμε για τα έπη που ο ίδιος είχε γυρίσει. Όπως είπα και πιο πάνω είναι στη φύση του ανθρώπου να κλίνει προς το λογοτεχνικό κομμάτι και αυτό επιβεβαίωνεται και από τους κορυφαίους κριτικούς κινηματογράφου που πολύ συχνά, ασυναίσθητα σχεδόν ή και συνειδητά, αντιμετωπίζουν το οπτικοαουστικό κομμάτι σαν γαρνιτούρα του γεύματος και όχι σαν το ίδιο το γεύμα.
Αυτό προφανώς δε σημαίνει πως οι ταινίες απαγορεύεται να αποτελούν λαμπρά κομμάτια λογοτεχνίας, όμως αυτό δεν είναι η νόρμα. Η συγκεκριμένη μέθοδος ακολουθείται με αδιαμφησβήτητη επιτυχία από σεναριογράφους όπως ο Charlie Kaufman του Eternal Sunshine of A Spotless Mind και του επίσης, εξαιρετικού στην αφήγηση, Being John Malkovich όμως δεν αποτελεί τη βάση του μέσου. Οι ιστορίες αποτελεί τη βάση του ανθρώπινου τρόπου σκέψης και αλληλεπίδρασης και σύγκρισης των συναισθημάτων μας με τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε και είναι λογικό για τον κινηματογράφο να χρησιμοποιήσει μια de facto επιτυχημένη συνταγή.
Το 1986, εκδόθηκε στη Γερμανία το θρυλικό βιβλίο Sculpting in Time του μεγάλου Andrei Tarkovsky. Στο Sculpting in Time ο Ρώσος σκηνοθέτης επιχειρεί μια εκ βαθέων διευκρύνηση της φύσης των ταινιών του προς το κοινό του. Παρακάτω έχω απομονώσει ένα δοκίμιο από το βιβλίο που αναλύει τη θέση του Tarkovsky πάνω στο ζήτημα:
“Οι ταινίες των Lumiere ήταν οι πρώτες που περιείχαν τον σπόρο μιας νέας αισθητικής αρχής. Όμως αμέσως μετά από αυτό ο κινηματογράφος παρέκκλινε από την τέχνη, προσγειώθηκε απότομα στο μονοπάτι που ήταν ασφαλές από την οπτική γωνία του ακαλλιέργητου ενδιαφέροντος και κέρδους. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες σχεδόν ολόκληρο το σύνολο του λογοτεχνικού κόσμου είχε προβληθεί ταυτόχρονα σε συνάρτηση με ένα μεγάλο αριθμό θεατρικών και ιστορικών πλοκών. Ο κινηματογράφος αξιοποιήθηκε για τον πρωτοποριακό και σαγηνευτικό σκοπό της καταγραφής θεατρικών παραστάσεων. Οι ταίνιες πήραν μια λάθος στροφη· και πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός πως τα ατυχή αποτελέσματα αυτής της στροφής είναι μαζί μας ακόμα. Το χειρότερο δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, η συρρίκνωση του κινηματογράφου σε απλή εικονογράφηση αλλά η αποτυχία να αξιοποιηθεί τεχνικά η μοναδική πολύτιμη προοπτική του σινεμά – η πιθανότητα αποτύπωσης της πραγματικότητας του χρόνου σε κινηματογραφικό φιλμ.”
Στην ουσία, απλώς τα μεγάλα κεφάλια των στούντιο παραγωγής ανακατεύτηκαν και απεφάνθηκαν πως το κέρδος θα είναι ο ύψιστος σκοπός και παρήγαγαν κατά κόρον λογοτεχνικές διασκευές και καινοτόμα σενάρια που πουλούσαν με το κιλό. Η φράση περί φιλισταίων και ακαλλιέργητου ενδιαφέροντος μπορεί να είναι γεμάτη από τον ελιτισμό του Andrei Tarkovsky όμως δε κάνει λάθος λέγοντας η πρόοδος του κινηματογράφου, σαν τέχνη, επισπεύφθηκε από το μαζικό κοινό εξαιτίας του κεφαλαίου που ήταν αναγκαίο για την δημιουργία ταινιών, ειδικά όταν μιλάμε για τα έπη που ο ίδιος είχε γυρίσει. Όπως είπα και πιο πάνω είναι στη φύση του ανθρώπου να κλίνει προς το λογοτεχνικό κομμάτι και αυτό επιβεβαίωνεται και από τους κορυφαίους κριτικούς κινηματογράφου που πολύ συχνά, ασυναίσθητα σχεδόν ή και συνειδητά, αντιμετωπίζουν το οπτικοαουστικό κομμάτι σαν γαρνιτούρα του γεύματος και όχι σαν το ίδιο το γεύμα.
Αυτό προφανώς δε σημαίνει πως οι ταινίες απαγορεύεται να αποτελούν λαμπρά κομμάτια λογοτεχνίας, όμως αυτό δεν είναι η νόρμα. Η συγκεκριμένη μέθοδος ακολουθείται με αδιαμφησβήτητη επιτυχία από σεναριογράφους όπως ο Charlie Kaufman του Eternal Sunshine of A Spotless Mind και του επίσης, εξαιρετικού στην αφήγηση, Being John Malkovich όμως δεν αποτελεί τη βάση του μέσου. Οι ιστορίες αποτελεί τη βάση του ανθρώπινου τρόπου σκέψης και αλληλεπίδρασης και σύγκρισης των συναισθημάτων μας με τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε και είναι λογικό για τον κινηματογράφο να χρησιμοποιήσει μια de facto επιτυχημένη συνταγή.
Συμπερασματικά η θέση μου είναι πως οι ταινίες σαν οπτικό και χρονικό μέσο έχουν αστείρευτη δύναμη να χρησιμοποιούν εικόνες ώστε να βελτιώσουν την πλοκή, να εμβαθύνουν στο θέμα, να ταίσουν το μάτι με ικανοποίηση ακόμα και στα πιο καινοτόμα σενάρια που φαινομενικά δε χρειάζονται “σπρώξιμο”. Από την αυγή του χρόνου και όταν πρωτοβγήκαν ταινίες, ο πειραματισμός πάντα έχανε τις μάχες του με τα λεφτά και αυτό δε συμβαίνει μόνο στο φανταχτερό κινηματογραφικό κόσμο του Χόλιγουντ. Πολλοί σκηνοθέτες ωστόσο, ας πούμε από νοσταλγία για τις εποχές που οι ταινίες ήταν βουβές, όταν η έλλειψη διαλόγου ανάγκαζε ουσιαστικά τους σκηνοθέτες να αξιοποιήσουν το ίδιο το μέσο αντί να κλείνουν προς την αφήγηση, επαναφέρουν αυτή την τακτική με εξαιρετικό τρόπο. Στη ζυγαριά τελικώς μπαίνει το κέρδος και η πανανθρώπινη ανάγκη για μια καλή ιστορία, δύο παράγοντες ομολογουμένως αλληλένδετοι λόγω του ότι τις ιστορίες τις πουλάνε τα στούντιο που απαιτούν το κέρδος. Δε ξέρω που κλίνει η πλάστιγγα και δεν είμαι ειδικός να απαντήσω. Ξέρει όμως η συγγραφές Joan Didion που δηλώνει πως “Λέμε ιστορίες στους εαυτούς μας προκειμένου να παραμείνουμε ζωντανοί”.