Πέρασαν 5 χρόνια από τη μέρα που βρέθηκα στον κινηματογράφο της πόλης μου και ένα χρόνο μετά την επίσημη κυκλοφορία της ταινίας στην Ελλάδα για να δω εντελώς ανυποψίαστος το 8o δημιούργημα του Τεξανού Άντερσον και δε το μετάνιωσα ούτε λίγο. Αντιθέτως βρέθηκα να παρακολουθώ έκπληκτος το φοβερό αυτό drama/comedy. Tο Grand Budapest Hotel το λατρεύω γιατί είναι ότι πιο Wes Anderson θα δεις καθ'όλη τη φιλμογραφία του ιδιότροπου αυτού auter.

Αυτό δεν οφείλεται στην αίσθηση πως θα δεις τα περισσότερα στοιχεία που συνήθως βάζει στις ταινίες του αλλά κυρίως με την έννοια πως τα αισθητικά στοιχεία που επιλέγει λειτουργούν στην πληρέστερη δυνατή δυναμική τους. Ίσως ήμουν λίγο πιο υποψιασμένος τότε αν ήξερα πως ταινία Wes Anderson σημαίνει πως πρέπει να περιμένεις να πραγματεύεται τις ιστορίες κάποιων αξιαγάπητων κοινωνικά αταίριαστων τύπων σε μια κουλή περιπέτεια και ενώ αυτό ακούγεται τρομερή κλισεδιά, τελικά βλέπεις κάτι που όμοιο του δεν έχεις ξαναδεί. Το Grand Budapest Hotel είναι μέχρι και σήμερα το κορυφαίο σημείο της καμπύλης της μαγείας στις ταινίες του Wes Anderson - και ταυτόχρονα αδύνατο και για τους πιο σκληροπυρηνικούς φανς του να αποφύγουν τη γοητεία του.



Αρχικά μοιάζει λες και οι εργοστασιακές ρυθμίσεις της ταινίας ήταν στο δείκτη "φαντασιόπληκτη ατμόσφαιρα". Σε τελική ανάλυση, τι καλύτερο από το να παρουσιάζονται οι αναμνήσεις ενός γέρου από μια περασμένη χρυσή εποχή της ζωής του σαν παιδικό παραμύθι; Η συνηθισμένη εκκεντρικότητα του Wes Anderson αισθάνεται οικεία μέσω της υψηλής ευρωπαϊκής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 30. Εκεί μεταφερόμαστε στο φανταστικό κρατίδιο του Zubrowka, όπου η ιστορία ακολουθεί τα βήματα του θρυλικού θυρωρού του Grand Budapest Hotel, Gustave, και του φτωχού πλην τίμιου lobby boy, Moustafa. Ο ελκυστικός στις κυρίες της υψηλής κοινωνίας Gustave, βγάζει το ψωμάκι του με το πολυτελές στυλ που αποπνέει, προσαρμοζόμενος πλήρως στην αισθητική του ξενοδοχείου, μέχρι που παγιδεύεται για τη δολοφονία της Madame D., λόγω ενός αναγεννησιακού πίνακα ζωγραφικής που του χάρισε η ηλικιωμένη ερωμένη του. Gustave και Moustafa ξεκινούν έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να λάμψει η αλήθεια και να καθαρίσει το όνομα του πρώτου από τις κατηγορίες πριν οι αρχές ή ο γιος της Madame προλάβουν να αναλάβουν δράση.

Κατά τη γνώμη μας η διήγηση παίρνει άριστα. O Αnderson είναι μεγάλο ψυχάκι της αφηγηματικής συμμετρίας και αυτό συμβαίνει και εδώ. Η ιστορία εκτυλίσσεται σαν μια ματριόσκα τακτικά τοποθετημένη γύρω από το κεντρικό θέμα, με αποχρώσεις σεβασμού, αγάπης και μελαγχολίας για τα γεγονότα και χαρακτηρίζεται από την περιστασιακή εναλλαγή των εσωτερικών ιστοριών της κεντρικής αφήγησης. Το Grand Budapest Hotel ξέρει ακριβώς πότε να κάνει παύση στο κεντρικό ράλι, πότε να παρακάμψει γεγονότα και κυρίως πότε να "τρέξει" σε έναν ασυναγώνιστο ρυθμό διήγησης. Όσο η ιστορία υφαίνεται σιγά σιγά στην οθόνη, οι διαστάσεις των πλάνων μετατοπίζονται αντικατοπτρίζοντας την μετάβαση σε νέα δεδομένα στην υπόθεση. Κάθε νέο aspect ratio είναι και μια νέα ευκαιρία σύνθεσης, κάνοντας το Grand Budapest Hotel μια ταινία με συνεχή εκπληκτικά πλάνα από την αρχή ως το τέλος της, που όπου και να πατήσεις pause όσο τη βλέπεις καταλήγεις με ένα καρέ έτοιμο να γίνει κάδρο στον τοίχο του σπιτιού σου. Σε προκαλούμε ανοιχτά να το δοκιμάσεις αυτό.



Η κωμωδία όμως είναι το μεγάλο ατού της ταινίας. Ένα στοιχείο που δηλώνει παρόν σε κάθε δημιουργία του Anderson, αλλά σε καμία από αυτές δε συγκρίνεται με το Grand Budapest Hotel. Με περίσσεια επιτιδευμένη συναισθηματική ουδετερότητα, η κωμική διανομή είναι πολλές φορές απρόσμενη μα ταυτόχρονα στο καταλληλότερο timing, με τρόπο που νομίζεις πως δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερα. Η ταινία υπαινίσσεται εν συντομία την ευγενή, ταπεινή και ποιητική προέλευση του θυρωρείου με το ανέκφραστο χιούμορ του Moustafa και τη μελοδραματική φύση του Gustave να αποτελούν μια θεική ένωση κωμικών χαρακτήρων.

Ο άψογος ρυθμός, η δομή της ιστορίας, η γραφική κινηματογραφία και ο εξαισιος σχεδιασμός παραγωγής ενισχύουν την εντύπωση πως το Grand Budapest Hotel δημιουργήθηκε με φοβερό σεβασμό και φροντίδα στη λεπτομέρεια. Αυτό δε σημαίνει πως ο Anderson δεν παραδίδει τον καλύτερο εαυτό του σε ότι δημιουργεί αλλά για παράδειγμα τα επίσης όμορφα σκηνοθετημένα Mr Fantastic Fox και Isle of Dogs δεν κατάφεραν να ενσταλλάξουν την ίδια αίσθηση οικειότητας στο κοινό. Το Grand Budapest Hotel δεν ανήκει ακριβώς στις feel-good ταινίες. Μπορεί να γίνει χυδαίο ή μελαγχολικό για τα ψευδή στάνταρ της υψηλής κοινωνίας του Gustave και καταλήγει με τις συνέπειες του πολέμου και των ασθενειών. Το στοιχείο κλειδί που τη διαχωρίζει από τις υπόλοιπες ταινίες στην σκηνοθετική καριέρα του Anderson είναι οι πρωταγωνιστές. Παρόλο που είναι ελαττωματικοί σαν οντότητες (κυρίως ο Gustave), όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τεράστιες δυσκολίες δε στρέφονται ούτε προς την απελπισία ούτε προς τον κυνισμό. Παραμένουν σταθεροί και με τη βοήθεια φιλικών τους προσώπων, η ιστορία τους συνεχίζεται.



Το Grand Budapest Hotel αραδιάζει στη βιτρίνα του την αριστοτεχνική κινηματογράφησή του - το σαν χορογραφημένο, αψογο μονταζ του. Είναι μια ισορροπημένη ταινία που όσο παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του να κυνηγούν την τελειότητα τόσο δεν χάνει σε ανθρώπινα συναισθήματα. Και αυτό την κάνει τόσο συγκινητική.