Κατά την παραγωγή της έβδομης δημιουργίας του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη, εκείνος αποφάσισε να διοργανώσει έναν άτυπο διαγωνισμό μεταξύ των βοηθών του. Ο διαγωνισμός ήταν να ονοματίσουν την αγαπημένη τους σκηνή με σκάλες από όλο το φάσμα του κινηματογράφου και ο Bong θα διάλεγε εκείνη που θα του παρείχε έμπνευση στη φωτογραφία του Parasite, αναγνωρίζοντας στους τίτλους τέλους εκείνον που παρείχε την πρόταση. Στο διαγωνισμό αυτό ακούστηκαν πάμπολα παραδείγματα, μεταξύ των οποίων τη μεγαλύτερη συχνότητα είχαν η σκάλα στο σπίτι του Norman Bates από το Psycho του Alfred Hitchcock, η σκηνή από το Suspicion επίσης του Hitchcock με τον Cary Grant να ανεβαίνει τις σκάλες κρατώντας ένα ποτήρι γάλα και η ταινία που τελικά κέρδισε τον άτυπο αυτό διαγωνισμό, το Rififi του Jules Dassin, του μεγάλου Αμερικανού σκηνοθέτη και συζύγου της Μελίνας Μερκούρη. Ο Bong Joon-ho ως λάτρης των σκαλών δε θα μπορούσε να χαμογελάει περισσότερο. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τις σκάλες τόσο σημαντικές για το μήνυμα που θέλει να περάσει στα Παράσιτα;
Οι σκάλες στο Parasite αποτελούν μια λεπτή μεταφορά για τις ταξικές διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες της ταινίας. Η πάμφτωχη οικογένεια Kim απέναντι στην πλούσια οικογένεια Park. Σχεδόν κάθε σκηνή και κάθε καρέ της ταινίας απεικονίζει μια σκάλα. Έτσι μεταφερόμαστε, ξανά αλληγορικά, από τα slums της Σεούλ όπου βρίσκεται το σπίτι των Kim, στις εύπορες περιοχές της νοτιοκορεάτικης πρωτεύουσας και την έπαυλη των Park. Στον πάτο αυτής της πολεοδομικής σκάλας ζουν οι Kim, προσπαθώντας να πιαστούν από όπου βρουν καθώς η επιβίωση αποτελεί αγώνα καθημερινό και αδιάκοπο. Το σπίτι τους απειλείται από παράγοντες που οι Park ούτε έχουν φανταστεί πως μπορεί να θεωρηθούν κίνδυνος. Εκτός από την επιλογή των βοηθών σκηνοθέτη, ο Joon-ho ονοματίζει μεταξύ άλλων ως έμπνευση του την ταινία The Housemaid, μια νοτιοκορεάτικη ασπρόμαυρη παραγωγή από τα μακρινά sixties όπου μια οικιακή βοηθός παρεισφρέει στις τάξεις της οικογένειας που την προσλαμβάνει και αποδεικνύεται πολλά περισσότερα από όσα γράφει στο βιογραφικό της. Στον αντίποδα, στο τέλος της κοινωνικής σκάλας, ζουν οι Park που τα πάντα φωνάζουν πλούτο και ταξική ανωτερώτητα. Ακόμα και το τραπεζάκι του σαλονιού τους με design που παραπέμπει στην γνωστή ψευδαίσθηση των infinity strips, αποδίδει ακριβώς τον τρόπο που οι σκάλες λειτουργούν σε αυτή την ταινία. Δαιδαλώδεις διαδρομές, διαφόρων κατευθύνσεων που ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι οδηγούν στον προορισμό που είχες επιλέξει εξ αρχής.
Το σπίτι των Park είναι η απομονωμένη κοινωνία, το σύνολο των ανθρώπων που αγνοούν την καθημερινή πάλη των χαμηλότερων στρωμάτων, ή καλύτερα έχουν επιλέξει να αδιαφορούν για αυτά. Είναι τρομερά δομημένο ώστε να απεικονίζει ακριβώς αυτό. Και δεν είναι μόνο οι σκάλες με το εμφανές μήνυμα πάνω ή κάτω, παραπέμποντας στην κοινωνική ανέλιξη. Είναι το σαλόνι τους με την τεράστια τζαμαρία που πεντακάθαρη αποτελεί ένα αόρατο εμπόδιο προς τον έξω κόσμο. Όλα είναι γαλήνια και ήσυχα μέσα από την τζαμαρία των Park. Τίποτα δεν αποτελεί κίνδυνο ούτε στον κήπο τους, ο οποίος κρύβεται από τα ζηλόφθονα μάτια της Σεούλ με τεράστια δέντρα σχεδόν σαν οδοφράγματα σε κάθε τι που προσπαθεί να εισβάλλει στο εσωτερικό ενώ παράλληλα το σχεδόν υπόγειο διαμερισμα των Kim πλημμυρίζει με την πρώτη ευκαιρία απειλώντας να πνίξει την οικογένεια η οποία μένει μόνο με το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια των λιμνάζοντων υδάτων στο σαλόνι τους σε μια εκπληκτική μεταφορά του πως όλοι τους βρίσκονται σχεδόν πνιγμένοι οικονομικά, ταλαιπωρημένοι από την ανέχεια και τα χρέη. Εδώ δεν υπάρχει αυτή η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τον μικρόκοσμο της οικογένειας από το υπόλοιπο της κοινωνίας.
Αυτή τη λεπτή γραμμή καταφέρνουν και καταπατούν οι Kim και φροντίζεται να τους υπενθυμίζεται σε κάθε ευκαιρία πόσα σκαλιά διαφορά έχουν με τους Park. Ο κύριος Park, σε μια σκηνή γροθιά στο στομάχι, ειρωνεύεται την μυρωδιά του κυρίου Kim, χωρίς να γνωρίζει πως ο Kim τον ακούει. Την παρομοιάζει με την διαπεραστική μυρωδιά που ζέχνει στις φτωχογειτονιές της Σεούλ. Οι Kim ωστόσο έχουν ήδη μπει στις ζωές τους. Ο Bong Joon-ho για τα πλάνα που οι Kim κερνούν τους εαυτούς τους με κάθε λογής υπερφύαλη και πλούσια παροχή στο σπίτι των Park ζήτησε από τον διευθυντή παραγωγής, τα πλάνα στις σκάλες να γίνονται μέσω ενώς υαλοπίνακα ώστε να φαίνεται ποτε καποιος ανεβαινει η κατεβαινει κατι που δε βλεπεις πολυ συχνα σε ταινιες. Το συγκεκριμενο χαρακτηριστικό δανείστηκε από την ταινία του Roman Polanski με τίτλο Ghost Writer. Στο Parasite ο σεβασμος στον συνάνθρωπο διαλύεται. Μπαίνει στο στόχαστρο της ειρωνίας το πως μυρίζεις, κάτι που φανερώνει σε μεγάλο βαθμό το υπόβαθρο της ζωής σου.
Τα Παράσιτα ωστόσο μπορεί να μην είναι οι Kim και αυτό υποδηλώνει η αλληγορία της τρίτης σκάλας, της κρυφής που οδηγεί στο σκοτεινό βασίλειο του Geun Se που για χρόνια κρύβεται στη σκιά των πλούσιων Park έχοντας φτιάξει μια κοσμοθεωρία στο μυαλό του πως εκείνοι τον θρέφουν, δρωντας σχεδόν σαν το κατοικίδιο ζώο που δεν ήξεραν ότι έχουν. Αυτή η υποβάθμιση της ανθρώπινης υπόστασης, αποτέλεσε μια αμφιλεγόμενη απότομη στροφή στην πλοκή της ταινίας όμως χάρισε επάξια για πρώτη φορά σε νοτιοκορεάτικη ταινία το ύψιστο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Έδειξε πως οι κοινωνικές τάξεις ίσως να μη χωρίζονται αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια. Δεν είναι μόνο οι πλούσιοι και οι φτώχοι. Ο Geun Se αντιπροσωπεύει μια πολύ θλιβερή τάξη. Την κοινωνική τάξη που ακροβατεί σε εύθραυστα ξυλοπόδαρα και παρασιτεί στην πλούσια κοινωνία. Οι Kim θέλουν να γίνουν Park, ο Geun πάλι όχι. Θέλει να παραμείνει υπόδουλος στη σιγουριά που του παρέχεται όσο αφορά τη στέγη και την τροφή, δείχνοντας σεβασμό για το αφεντικό του, ακόμα και αν αυτό εκμηδενίζει την ανθρώπινη φύση του, κάτι που αποτελεί μια εξαιρετική αλλά τολμηρή κίνηση να απεικονίσεις σε ταινία.
Ακόμα και οι πλούσιοι απεικονίζονται ως παράσιτα. Είναι τα παράσιτα της εργασίας και του ανθρώπινου μόχθου. Δε κάνουν τίποτα μόνοι τους. Δεν οδηγούν, δεν κουβαλάνε, δεν ανοίγουν πόρτες και δε μαγειρεύουν μόνοι τους. Κάθε καθημερινή δραστηριότητα που απαιτεί κόπο τη φορτώνουν σε άλλους. Αυτό υποδηλώνεται ξανά στις σκάλες της έπαυλης Park όταν για κάθε εργασία εμφανίζονται πρώτοι και ξεκούραστοι στα σκαλιά όσο πίσω κάποιο μέλος της οικογένειας Kim ζορίζεται να ανταποκριθεί στη δουλειά που του έχει ανατεθεί. Ο σκηνοθέτης Bong Joon-ho ωστόσο τοποθετείται αινιγματικά περί της γεφύρωσης αυτού του ταξικού χάσματος δηλώνοντας πως η απάντηση του είναι στο τέλος της ταινίας. Μπορεί ο Geun και οι Kim να βρίσκονται στην ίδια κοινωνική τάξη αλλά δεν υπάρχει τελικά κατηγοριοποίηση ανάμεσα σε άτομα της ίδιας τάξεως. Ο βράχος που ο Ki Woo έφερε σε όλη την ταινία και συμβόλιζε την ευμάρεια και την οικονομική σταθερότητα του ατόμου, πλέον λειτουργεί με καταστροφικές ιδιότητες για τα άτομα. Το σύντομο πέρασμα από την ανώτερη κοινωνική τάξη στέλνει τον κύριο Kim πίσω ξανά στον πάτο της ίδιας του της κοινωνικής τάξης. Ο φτωχός Kim παραμένει υπό τo τάισμα και την αρωγή βοήθειας των πλούσιων νέων κατοίκων της έπαυλης. Η προσπάθεια τους να άλλαξουν το στάτους τους, έφερε μόνιμες βλάβες και αλλαγές και η οικονομική ανισότητα τελικά παρέμεινε ίδια. Σε αυτό το σύστημα δεν υπάρχουν νικητές. Πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο πλούσιος από σένα, κάποιος πιο φτωχός από σένα και πάντα κάποιος πρόθυμος να κλέψει τη θέση σου στα σκαλιά.