To μεγάλο κρίμα με αυτή την ταινία είναι ότι επέλεξαν να την κυκλοφορήσουν το 2007 και να βρεθεί αντιμέτωπη με μεγαθήρια όπως το No Country for Old Men και το There Will Be Blood. Είναι εγκληματικά υποτιμημένη και νομίζω πως εκφράζει πολύ καλύτερα τη ζήτηση που είχαν εκείνη τη χρονιά οι πιο σκοτεινές, είτε western είτε παρακείμενες στο είδος ταινίες όμως χάθηκε κάπου στη μετάφραση καθώς οι αίθουσες είχαν ήδη πήξει από αρρενωπότητα και βία με τις προαναφερθείσες ταινίες. Ωστόσο αν δε την έχεις δει καλό θα ήταν να μη το αναβάλλεις περαιτέρω.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Κινηματογραφιστές: Οι αφανείς ήρωες της οπτικής ομορφιάς
Δεν υπάρχει στιγμή στις δύο ώρες και 40 λεπτά διάρκεια της που να μη μένεις με το στόμα ανοιχτό όσο βυθίζεσαι στον στοιχειωτικά κενό κόσμο της και συστήνεσαι με τους ελλατωματικούς χαρακτήρες που τον κατοικούν. Παραδόξως με τα μεγάλα σκηνικά και την αίσθηση ανοιχτού κόσμου που δίνει, κάθε πλάνο φαντάζει αρκετά κλειστοφοβικό, παρόλο που τα περισσότερα έχουν γυριστεί σε εξωτερικές τοποθεσίες. Mια λαμπρή παραγωγή που φιλοξενεί μέσα της μια καθηλωτική ιστορία περί ζήλιας, εύθραυστης αρρενωπότητας, κατάθλιψης και λοιπών σχετικών συναισθημάτων με υπόβαθρο την περίοδο που η δόξα των outlaws στην αμερικανική γη είχε αρχίσει να φθίνει. O Jesse James και ο Robert Ford, παρότι είναι δύο ρεμάλια, ερμηνεύονται ως περίπλοκοι και βαθιά συναρπαστικοί χαρακτήρες λόγω της εξαιρετικής αφήγησης της ιστορίας όσο και των τρομερών ερμηνειών από Brad Pitt και Casey Affleck. Kάθε φορά που βρίσκονται στο πλάνο είναι λες και κάνουν τα πάντα δικά τους, καταφέρνοντας να γαντζώσουν τα μάτια του θεατή μονίμως πάνω τους.
Το πιο σημαντικό όμως για αυτή την ταινία και αυτό που εκτίμησα περισσότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο θίγει οτιδήποτε σχετικό με το είδος των western και τα ανατρέπει στο μέγιστο βαθμό. O φόβος γύρω από την φήμη των παράνομων είναι πλέον μια εποχή περασμένη που έχει αντικατασταθεί από ένα αίσθημα νοσηρού τρόμου καθώς προσπαθούν να επιβιώσουν στον απόηχο των ειδεχθών εγκλημάτων που έπραξαν στο παρελθόν. Πραγματοποιείται μια ειλικρινής βουτιά να ερμηνευθεί ο άνθρωπος πίσω από το προσωπείο, σε ένα συγκινητικό ταξίδι από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα και αν ξέρεις την κατάληξη της ιστορίας από τον τίτλο κιόλας, η ένταση και ο ενθουσιασμός δεν σταματούν να σε συνεπαίρνουν. Ξεφεύγει από το κλασικό μοτίβο που βλέπουμε σε westerns με καλούς και κακούς, με cowboys και Ινδιάνους. Δεν υπάρχει καμία παιδικότητα όσο ήρωες και ανταγωνιστές σχεδόν θυμίζουν ο ένας τον άλλο, όσο οι έννοιες καλό και κακό θολώνουν σε ένα κόσμο που οι πράξεις των ανθρώπων δε μπορούν πλέον να ερμηνευτούν ως σωστές ή λανθασμένες. Είναι απλά αυτές που είναι και μεις τις χαζεύουμε μέσα από την υπέροχη κινηματογραφία του Roger Deakins που μιξάρει ομορφία με τρόμο και χιονισμένα τοπία κάτι που είναι ασυνήθιστο για western.
Δυστυχώς παρόλο το θεικό άγγιγμα του Deakins, τη μαγευτική μουσική από τον Nick Cave και τη γενικότερη τρομερά δομημένη ιστορία της, η ταινία κακόπεσε καθώς ο κόσμος είχει ήδη βαρεθεί ένα ακόμα western εκείνη τη χρονιά, όσο καλό και να ήταν αυτό. Aναμφίβολα όμως αποτελεί ένα σκονισμένο διαμάντι που σε περιμένει υπομονετικά να την ανακαλύψεις και να χειροκροτήσεις μια από τις καλύτερες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας.