Δεν είναι τυχαίο που αποτελεί έναν εκ των διαχρονικότερων δίσκων που κυκλοφόρησαν ποτέ. Δεν είναι τυχαίο που και η ίδια η μπάντα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της Αγίας Τριάδας της punk, ήταν αυτή με την οποία ο ακροατής ταυτιζόταν περισσότερο.

Όλος ο εκνευρισμός των τέκνων της εργατικής αγγλικής τάξης, διατυπωμένος με ένα τρόπο που θύμιζε γροθιά στο σαγόνι. Συστήθηκαν στο μολυσμένο από ανία Λονδίνο με ένα δίσκο που μιλούσε για όλους εκείνους που ζουν βαρετές ζωές, σε βαρετές δουλειές με απαίσια αφεντικά, για ένα κόσμο που χωρίζει ανθρώπους από το χρώμα και που βυθίζεται μέρα με τη μέρα στο βούρκο.

Μουσικά έδειξαν πως μπορεί η βάση να είναι το punk αλλά το ταξίδι σε διαφορετικά μουσικά στυλ ήταν μια επιλογή για τους The Clash. Μια επιλογή μου εν μέρει έδειχνε τις δυνατότητες τους αλλά ήταν αυτή που στοίχειωσε εν τέλει τη μπάντα, διχοτόμησε τα μέλη της και οδήγησε στον αφανισμό της. Ήταν εκείνοι όμως που έδειξαν το δρόμο προς την κατάρρευση του μύθου πως οι punk καλλιτέχνες δεν ξερουν να παίζουν μουσική. Μπορεί το αντίπαλο δέος των Clash, οι Sex Pistols, να κέρδισαν την ταμπέλα του επαναστατικού στον δίσκο Never Mind The Bollocks, όμως οι Clash ήταν που έδειξαν αληθινη διάθεση ως προς τη μουσική εξέλιξη του είδους, παρά προσκόλληση στο αναρχικό υφος της. Και αυτό εντοπίζεται εύκολα σε δυο συνθήκες. Πρωτα στους reggae πειραματισμους του Jones με την κιθάρα του σε κομβικά κομμάτια όπως το London’s Burning αλλά φαίνεται εξίσου αργοτερα στα καθαρότερα φωνητικά του Strummer, που με την καλύτερη ποιότητα εξοπλισμού ηχογράφησης σταμάτησαν να θυμίζουν sessions με μικρόφωνο ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Δεν εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά το αναρχοεπαναστατικο τους υφος ωστόσο. Είπαμε πως το ντεμπούτο των Clash είναι ενας βαθιά κοινωνικοπολιτικός δίσκος και σε αυτον ανήκει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κομμάτια που έγραψαν ποτε. Το White Riot είναι η απόδειξη. Οι Clash τραγουδούν για την αιματηρή συμπλοκή μαύρων Λονδρέζων με δυνάμεις τις αστυνομίας αποτελούμενες από μέλη της λευκής φυλής στους δρόμους του Notting Hill κατά την περίοδο του τοπικού καρναβαλιού το 1976. Strummer και Simonon δίνουν το παρόν στην εξέγερση προσπαθώντας να πυρπολήσουν ένα αυτοκίνητο, ανεπιτυχώς καθώς η φωτιά δεν άναψε ποτε. Παραδόξως το White Riot παρά την εμφανή του πηγή, αποτελεί περισσότερο ένα κομμάτι στήριξης στους δυσαρεστημένους λευκούς Λονδρέζους παρά στην καταπιεσμένη μαύρη κοινωνία του ΗνωμενουΒασιλείου.

Την 8η του Απρίλη 1977 το θρυλικό ντεμπούτο των Joe Strummer, Mick Jones και Paul Simonon βάζει φωτιά στις βρετανικές νεανικές συνειδήσεις και με δυο χρονια καθυστέρηση εξαπλώνεται το 1979 στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γραφτεί ως μια από τις πιο επιτυχημένες εισαγόμενες μουσικές παραγωγές στην ιστορία των αμερικανικών τσαρτ.