Λειτουργώντας σαν γέφυρα μεταξύ του πρώιμου heavy metal και του NWOBHM, οι Judas Priest θεωρούνται ως εκείνοι που διεύρυναν τα όρια του σκληρού ήχου. Παίρνοντας στοιχεία από τη heavy metal, τη hard rock και το prog δημιούργησαν μια μίξη που λειτούργησε σαν κινητήριος μοχλός εξέλιξης και ανάπτυξης της metal από τις blues rock ρίζες της πίσω στα 60s. Και αυτό το οφείλουν στη δεύτερη ολοκληρωμένη δισκογραφική τους δουλειά, το Sad Wings of Destiny, η ταχύτητα και η δύναμη του οποίου έδειξαν με το καλημέρα τόσο πως θα ξεχώριζε από τους προκατόχους του όσο και τις δυνατότητες του ίδιου του συγκροτήματος. 



Το πιο τρανταχτό παράδειγμα βελτίωσης σε σχέση με το Rocka Rolla είναι η σύνθεση των κομματιών, καθώς λειτουργούν πλέον με πιο μηχανικό τρόπο αφήνοντας τις χίπικες επιρροές. Τα riffs της κιθάρας αμέσως κάνουν το κεφάλι σου να κινείται ρυθμικά όχι μόνο με τη βαρύτητα του ήχου αλλά και την ποικιλία ερμηνειών. Το εναρκτήριο κομμάτι, Victim of Changes, συστήνεται με ένα εξαιρετικό, επιθετικό riff το οποίο δίνει τη σκυτάλη σε ένα κραυγάζον σόλο πριν αναλάβει δράση μια ήρεμη μαι καθαρή μελωδία. Αυτή η τομή σου δίνει ένα μικρό περιθώριο για ανάσα πριν ο Halford με τα ντεσιμπέλ της φωνής του πιάσει τα επίπεδα της ηλεκτρικής κιθάρας του κομματιού. Ανεξάρτητα από τις σημερινές σταθερές στην ταχύτητα των metal κομματιών, ο K.K. Downing και ο Glen Tipton ανεβάζουν το τέμπο των κομματιών σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το πιο απλοϊκό μέτριας ταχύτητας τέμπο του ντεμπούτου τους, δίνοντας έναν πιο νευρικό και επιτακτικό τόνο. Το διάσημο δίδυμο κιθάρας το οποίο αποτέλεσαν τα επόμενα χρόνια αρχίζει να δίνει τα πρώτα του σημάδια εμφάνισης. Αποδεικνύονται ικανοί συνθέτες κομματιών όπως το Tyrants και το Island of Domination, που έχουν τη σκληράδα που θες από το είδος ενώ παράλληλα δε λείπει και η ποικιλία που αναφέραμε παραπάνω. 



Οι ίδιες οι επιρροές των Priest, ενώ συνδέονται διακριτικά μέσα στα τραγούδια, εμφανίζονται ξεκάθαρα. Ειδικότερα, στο Epitaph, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα τραγούδι που το πιάνο είναι ο βασικός γνώμονας δημιουργίας σχεδόν σαν να είναι tribute στους μεγάλους Queen. Τα στοιχεία της progressive εποχής επίσης γίνονται ξανά εμφανή όπως και στον προηγούμενο δίσκο, ωστόσο ενσωματωμένα με ευφυή τρόπο όπως στα soft σημεία του Victims of Change και του Dreamer Deceiver αλλά και στο ακουστικό κομμάτι στο τέλος του Deceiver. Το μόνο κομμάτι που ίσως να μοιάζει μουσικά εκτός θέματος είναι το Epitaph και αν θα έπρεπε να τοποθετηθεί κάπου, η θέση του είναι στο τέλος που ως μπαλάντα φέρνει μια ηρεμία στο κατά τα αλλά στιβαρό μισάωρο αγνής metal που έχεις απολαύσει. 



Ο τελευταίος λόγος ανήκει στον Rob Halford, ο οποίος σε κάθε κομμάτι παραδίδει τις ερμηνείες που περιμένεις να χαρίσει. Η διαπεραστική χροιά της φωνής του, παραμένει έντονη καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ με τρόπο που ελάχιστοι vocalists κατάφεραν η τουλάχιστον προσπάθησαν να πετύχουν στα φωνητικά τους. Το Sad Wings of Destiny αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας δίσκο για τη metal μουσική, και ενώ δεν αποτελεί το άλμπουμ σφραγίδα του συγκροτήματος ούτε και το αγαπημένο των περισσότερων, η σημασία του είναι ορισμένη με αλάνθαστο τρόπο, όσο παρακολουθούμε έπειτα τους Judas Priest να αναπτύσσουν τον ήχο που θα εξασφάλιζε την επιβίωση της heavy metal από στη δεκαετία των 80s μέχρι το σήμερα.