Είναι λίγες οι ταινίες εκείνες που ωθούν να εκτιμήσεις την ίδια σου την ύπαρξη. Ταινίες που σου γεννούν το αίσθημα της ευγνωμοσύνης πως είσαι ένα ον με συνείδηση, που του επιτρέπεται να αντικρίζει την ομορφιά του πλανήτη που ζούμε. Το Dolor y Gloria, το πιο πρόσφατο αριστούργημα του Πέδρο Αλμοδοβάρ, είναι μια τέτοια ταινία.
 
Στην όγδοη σύμπραξη του με τον σπουδαίο Ισπανό δημιουργό, ο Αντόνιο Μπαντέρας παραδίδει μια ερμηνεία καριέρας υποδυόμενος έναν σκηνοθέτη, τον Σάλβαδορ, ο οποίος ζει μακριά από την τέχνη του πλέον. Η δύση της καριέρας του παρατείνεται όταν μια κόπια μιας ταινίας του επαναπροβάλλεται στη Μαδρίτη και εκείνος αποτελεί τον επίτιμο προσκεκλημένο. Το γεγονός αυτό θα τον φέρει αντιμέτωπο με την ίδια δυστυχία που φθίνει την ζωή του και αναμνήσεις που καίνε. Παλιοί συνεργάτες, μεγάλοι έρωτες και πόνοι σαν βαθιές μαχαιριές συνθέτουν αυτή την ταινία που επιβεβαιώνει την τάση του Αλμοδοβάρ να προτιμά έναν πιο αυτοβιογραφικό τόνο στις τελευταίες του ταινίες.


Ωστόσο το Dolor y Gloria δεν είναι ακριβώς βιογραφικό, τουλάχιστον όχι με την γραμμική έννοια του όρου. Ο Αλμοδοβάρ στο πρόσωπο του Σαλβαδόρ δημιουργεί έναν αναγραμματισμό της ίδιας του της προσωπικότητας. Από την εμφάνιση που παραπέμπει στον ίδιο, τον φυσικό πόνο που νιώθει ο ήρωας και αποτελεί τροχοπέδη στην επαγγελματική του πορεία μέχρι το γραφικό λευκό σπίτι που διηγούμαστε τα παιδικά χρόνια του πρωταγωνιστή και αποτελεί μια ακριβή ρέπλικα ενός σπιτιού που ανήκει στον ίδιο τον Αλμοδοβάρ, τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη είναι διάχυτα, εμφανή και συγκινητικα. Είναι μια ιστορία που το παρόν και το παρελθόν συνυφαίνονται σε μια αδιάλειπτη αφήγηση. Κεντρικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας ενός σκηνοθέτη ταινιών, το στάδιο της ζωής που εξελίσσονται οι δυνατότητες του ατόμου, έρχονται σε κόντρα με τον πόνο και το δημιουργικό κενό του παρόντος του. 
 
Το υπέροχο με τον Αντόνιο Μπαντέρας είναι η ωριμότητα της ερμηνείας του. Παρόλο που η οδηγία είναι σαφής περί αυτοβιογραφικής θεματικής, ο Σαλβαδόρ δεν είναι Πέδρο και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο συνταρακτικά μεγάλο υποκριτικό εύρος του Μπαντέρας. Ο Σαλβαδόρ σχηματίζεται σε εντελώς διαφορετικές βάσεις και δεν συσχετίζεται σεναριακά με τη ζωή του Αλμοδοβάρ. Παρόλα αυτά μεταφέρεται άψογα η κραυγή ομοιότητας των δύο προσώπων, κάτι που καρπώνεται ολοκληρωτικά, λόγω των ικανοτήτων του, ο έμπειρος ηθοποιός δημιουργώντας μια επιτυχημένη επαφή μεταξύ των δύο που υπερβαίνει τα τετριμμένα.



 
"Πόνος και δόξα" εντοπίζεται στις προσπάθειες του απογοητευμένου σκηνοθέτη να συνεχίσει το έργο του, βρίσκοντας καταφύγιο σε αυτό και όχι στις ίδιες του τις αναμνήσεις. Το ζοφερό του παρόν απομόνωσης φωτίζεται μέσω της τέχνης του, όπως φαίνεται και στην κορύφωση της τελευταίας σκηνής, που έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά λίστα επικών φινάλε σε ταινίες του ίδιου έτους. Μέσω της τέχνης του συμφιλιώνεται ξανά με το παρελθόν του. Μέσω Εκείνης μαθαίνει πως να κατανοεί τους γύρω του καταφέρνοντας να τα βρει με τον εαυτό του και τα πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή του έπειτα: τη μητέρα του, τους συναδέλφους του, τον πρώην εραστή του και κυρίως το παιδί που ήταν κάποτε. Ο Αλμοδοβάρ συνθέτει έναν φιλμικό καθρέφτη που σε υποχρεώνει μέσα από τον πόνο του πρωταγωνιστή να δεις τον ίδιο σου τον εαυτό μακριά από το ανούσιο μέλοδραμα αλλά με μια αξιοθαύμαστη συναισθηματική φειδώ που είναι πάντα αρκετή.

Το Dolor y Gloria είναι Αλμοδοβάρ στα καλύτερα του. Ονειροπολεί σε κάθε βήμα αποτελώντας μια επική ελεγεία εσωτερικού στοχασμού. Όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του στοιχεία είναι παρόντα σε ένα άντι-φιλμ που στριμώχνεται στο μεγαλύτερο κομμάτι της διάρκειας του, μέσα σε τέσσερεις τοίχους: γλαφυρή κινηματογράφηση, ιντριγκαδόρικη δυναμική πλοκή, η ισπανική μουσική που ντύνει υπέροχα τις σκηνές. Με μια πιο ώριμη πλέον προσέγγιση στιλιζάρει με φοβερό τρόπο την ήδη εξαιρετική ερμηνεία του Αντόνιο Μπαντέρας, χαρίζοντας του το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στις Κάννες. Είναι μια ταινία με σπάνιο πλούτο συναισθημάτων και εσωτερικών αντανακλάσεων της φιλοσοφίας του Αλμοδοβάρ για τον κινηματογράφο. Όσο ο Σαλβαδόρ αναρωτάται, στοιχειωμένος από το παρελθόν του, αν το μέλλον του επιφυλάσσει κάτι θετικό για τη δουλειά του, η ταινία δίνει μόνη της απαντήσεις. Με αριστουργηματική πλέξη μελαγχολίας και τρυφερότητας η απάντηση στο άνωθεν ερώτημα, και θέση ταυτόχρονα του σκηνοθέτη, είναι πως κόντρα στο χρόνο το σινεμά δεν είναι ένας καταβεβλημένος, ωχρός αντίπαλος αλλά μια άσβεστη φλόγα που σέρνει στο διηνεκές τα βιωματά της.