Μια μέρα σαν σήμερα το 1940 γεννιέται στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης ο άνθρωπος που μεταξύ άλλων κατέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια την πολιτική και κοινωνική διάσταση του λαοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο και κυρίως την επίδραση του στην ψυχολογία του απλού οπαδού. Όχι φιλάθλου. Οπαδού.
Ο σπουδαίος συγγραφέας και δημοσιογράφος, Eduardo Galeano, σεβόμενος την αγνότητα των συναισθημάτων που γεννά η Στρογγυλή θεά σε μένα και σένα που πάμε γήπεδο, έγραψε στο βιβλίο του «Τα 1000 πρόσωπα του ποδοσφαίρου»:
Μια φορά την εβδομάδα ο οπαδός το σκάει από το σπίτι του και πηγαίνει στο γήπεδο. Ανεμίζουν οι σημαίες, ηχούν οι ροκάνες, τα πυροτεχνήματα και τα ταμπούρλα, βρέχει κορδέλες και ψιλοκομμένο χαρτί. Σε αυτόν τον ιερό τόπο η μοναδική θρησκεία που δεν έχει άθεους επιδεικνύει τις θεότητες της. Μολονότι ο οπαδός μπορεί να παρακολουθήσει το θαύμα με μεγαλύτερη άνεση από την τηλεόραση, προτιμάει την περιπλάνηση προς αυτόν τον τόπο προσκυνήματος, όπου θα δει τους αγγέλους του να αγωνίζονται με σάρκα και οστά ενάντια στους δαίμονες που έχουν βάρδια. Εδώ ο οπαδός κουνάει το μαντίλι του, καταπίνει το σάλιο του, γκλουπ, καταπίνει φαρμάκι, μασάει το σκούφο του, ψιθυρίζει προσευχές και κατάρες, και ξαφνικά γδέρνει το λαιμό του σε μια επευφημία και πηδάει σαν τον ψύλλο, αγκαλιάζοντας τον άγνωστο που φωνάζει γκολ δίπλα του. Όσο διαρκεί αυτή η ειδωλολατρική τελετουργία, ο οπαδός δεν είναι ένας αλλά πολλοί. Μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς συμμερίζεται την πεποίθηση ότι είμαστε οι καλύτεροι, ότι όλοι οι διαιτητές είναι πουλημένοι, όλοι οι αντίπαλοι είναι ύπουλοι. Σπάνια ο οπαδός θα πει: Απόψε παίζει η ομάδα μου. Συνήθως λέει: Απόψε παίζουμε εμείς. Ο δωδέκατος αυτός παίκτης γνωρίζει καλά ότι αυτός είναι που φυσάει τους ανέμους του πάθους που σηκώνουν την μπάλα όταν αυτή κοιμάται, όπως οι άλλοι έντεκα παίκτες γνωρίζουν καλά ότι αγώνας χωρίς οπαδούς είναι σαν να χορεύεις χωρίς μουσική. Όταν τελειώνει ο αγώνας, ο οπαδός, που δεν έχει κουνηθεί από τις κερκίδες, γιορτάζει τη νίκη του: τους σκίσαμε, τους ρίξαμε στ’ αυτιά- ή θρηνεί την ήττα του: πάλι μας την έφεραν, παλιοκερατά διαιτητή. Τότε ο ήλιος πέφτει και ο οπαδός φεύγει. Στο γήπεδο που αδειάζει πέφτουν σκιές. Στις τσιμεντένιες κερκίδες, ενώ σβήνουν τα φώτα και οι φωνές, καίνε μερικές μικρές εστίες φωτιάς εδώ και εκεί. Το γήπεδο μένει μόνο του, και ο οπαδός επιστρέφει και αυτός στη μοναξιά του, αυτός που υπήρξε εμείς. Ο οπαδός απομακρύνεται, διαλύεται, χάνεται, και η Κυριακή γίνεται μελαγχολική, όπως μια Καθαρή Δευτέρα μετά το τέλος του καρναβαλιού."