Μια μέρα σαν σήμερα, το 1972, στη συνοικία της Νίκαιας στον Πειραιά έμελλε να μην ξανακουγόταν ποτέ πενιά από το μπουζούκι του Μάρκου. Ο μεγάλος ρεμπέτης που «τον αγαπούν όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» όπως μας έχει τραγουδήσει, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.
Μαχητής μα άτυχος στη ζωή, περιπλανήθηκε για χρόνια λόγω του φτωχού του οικογενειακού υποβάθρου ώσπου να έρθει σε επαφή με το μπουζούκι, ή αλλιώς το δρόμο του προς την αιωνιότητα. Τα παραγωγικά του χρόνια, στα οποία μας χάρισε διαμάντια όπως η Φραγκοσυριανή, διεκόπησαν από το ξέσπασμα του 2ου παγκοσμίου πολέμου και την κόντρα του με το καθεστώς Μεταξά. Παρόλα αυτά συνεχίζει να επιβιώνει και να γράφει τραγούδια για τους ήρωες του ελληνο-ιταλικού έπους χωρίς ωστόσο να μείνει ανεπηρέαστος. Σε αυτό συνέβαλαν οι θάνατοι των μελών και φίλων του στην «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».

Φεύγει νικημένος από νεφρική ανεπάρκεια και στον τάφο του οι αγαπημένοι του Μάρκου έγραψαν για αυτόν το πώς αποτέλεσε έμπνευση και διδασκαλία, πως είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής λαϊκής μουσικής, παίνεψαν την αυθεντικότητα του και κατέστησαν σαφές πως θα μείνει στους αιώνες. Η Λίνα Νικολακοπούλου τον χαρακτηρίζει ως «Πατριάρχη του ρεμπέτικου», ένας τίτλος που θα διακοσμεί το όνομα Μάρκος Βαμβακάρης για πάντα.
"Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα και γω. Σιγά σιγά, σκαλί σκαλί, πήρα τον κατήφορο. Άρχισα να πηγαίνω και γω στους τεκέδες. Αφού τα γύρισα όλα αυτά και τα ξεσκόνισα, όλους τους τεκέδες του Πειραιώς και των Αθηνών και των περιχώρων, κι όπου ύπαρχε τεκές, κύλαγα στο βούρκο, όπως κυλιόντουσαν όλοι. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα ταίρι."